Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνοκωχεύω

См. также в других словарях:

  • ανοκωχεύω — ἀνοκωχεύω (Α) [ανοκωχή] 1. (μτβ.) αναχαιτίζω, τραβώ πίσω, εμποδίζω, σταματώ 2. (ως ναυτ. όρος) ανακόπτω την πορεία του πλοίου, το σταματώ στα ανοιχτα 3. (αμτβ. για ανθρώπους) σταματώ για λίγο τον πόλεμο, ησυχάζω …   Dictionary of Greek

  • κωχεύει — ἀνοκωχεύω hold back pres ind mp 2nd sg ἀνοκωχεύω hold back pres ind act 3rd sg κωχεύω pres ind mp 2nd sg κωχεύω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωχεύουσι — ἀνοκωχεύω hold back pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνοκωχεύω hold back pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κωχεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κωχεύω pres ind act 3rd pl (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωχεύουσιν — ἀνοκωχεύω hold back pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνοκωχεύω hold back pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) κωχεύω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κωχεύω pres ind act 3rd pl (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωχεύειν — ἀνοκωχεύω hold back pres inf act (attic epic) κωχεύω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοκωχεύειν — ἀνοκωχεύω hold back pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοκωχεύων — ἀνοκωχεύω hold back pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀνοκωχεύει — ἀνοκωχεύει , ἀνοκωχεύω hold back pres ind mp 2nd sg ἀνοκωχεύει , ἀνοκωχεύω hold back pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκώχευον — ἀνά ἀνοκωχεύω hold back imperf ind act 3rd pl ἀνά ἀνοκωχεύω hold back imperf ind act 1st sg ἀνά κωχεύω imperf ind act 3rd pl ἀνά κωχεύω imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακωχεύω — (Α ἀνακωχεύω) [ἀνακωχή] νεοελλ. 1. κάνω ανακωχή, διακόπτω προσωρινά τις εχθροπραξίες 2. (για ιστιοφόρα) σταματώ ή ελαττώνω την ταχύτητα αρχ. βλ. ανοκωχεύω …   Dictionary of Greek

  • προσεκώχευε — πρόσ ἀνοκωχεύω hold back imperf ind act 3rd sg πρόσ κωχεύω imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»