-
21 προικα
adv.1) даром, бесплатно(ἐργάζεσθαι Plat.)
2) безвозмездно, бескорыстно(τῇ πόλει ἀμύνειν Arph.; πρεσβεύειν Dem.)
-
22 ἀμύνω
1 ward off, repulse τι (ἀπό τινος, πρό τινος)καὶ γὰρ αὐτὰ ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς ὅμως μυνεν ὕβριν κνωδάλων N. 1.50
ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.37
γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆτέταται I. 1.49
ὅστις ἐν ταύτᾳ νεφέλᾳ χάλαζαν αἵματος πρὸ φίλας πάτρας ἀμύνεταιλοιγὸν ἀμύνωνἐναντίῳ στρατῷ ( λοιγὸν ἀμφιβαλὼν coni. A. W. Mair.) I. 7.27 pass., φθονεροὶ δ' ἀμύνονται ἄτᾳ (byz.: ἀμύνοντ' ἄτᾳ, ἄτα codd.: ἆται Hermann: ἄτᾳ expungens < ἀλλ> supp. Boeckh: < τᾶν> Thiersch: med. aut pass. interpr. Σ, edd.: τῇ ἑαυτῶν ἄτῃ καὶ βασκανίᾳ ἀμύνονται καὶ βλάπτονται. Σ.: “Die Neider werden durch Schaden ferngehalten.” Thummer) P. 11.54 -
23 αὐτός
1 emphatic adj., himself, herselfa nom.,Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48
ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62
αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135
ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56
δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50
τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91
ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
“εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.b c. subs.αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50
οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76
Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169
Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31
ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1
ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8c c. pron.κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.2 reflex. pron.ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265 “ ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” ( αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.3 him, her, it pers. pron.ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73
ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19
ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45
Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49
νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98
γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32
δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32
τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101
Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19
δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44
“ πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμεν” P. 4.38ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67
ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121
αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128
“τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” P. 4.155κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200
τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218
κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118
ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8
ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69
δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36
νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37
ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39
ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ.. 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.4 ὁ αὐτός v. ὁ C. 7. -
24 ἐντύνω
ἐντῡνω, ἐντῠω (impf. ἔντὐ, ἔντυεν, ἔντυνεν)a equip, make readyἔντυνεν βασιλεὺς ἀνέμων Ζήταν Κάλαίν τε P. 4.181
b urge on: impelμιν ἔντὐ ἀνάγκα πατρόθεν O. 3.28
c. inf.,ὣς ἄρ' εἰπὼν ἔντυεν τερπνὰν γάμου κραίνειν τελευτάν P. 9.66
οὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36
-
25 ἐντυω
ἐντῡνω, ἐντῠω (impf. ἔντὐ, ἔντυεν, ἔντυνεν)a equip, make readyἔντυνεν βασιλεὺς ἀνέμων Ζήταν Κάλαίν τε P. 4.181
b urge on: impelμιν ἔντὐ ἀνάγκα πατρόθεν O. 3.28
c. inf.,ὣς ἄρ' εἰπὼν ἔντυεν τερπνὰν γάμου κραίνειν τελευτάν P. 9.66
οὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36
-
26 Ἐνυάλιος
Ἐνῡᾰλιος Wargod, Ares.aΔὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.106
ἐν δ' ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνη[ται τό τ] Ἐνυαλίου ἔγχος Δ. 2. 1. χαλκοθώρ]ακος Ἐνυαλίου []ἔκπαγλον υἱον[ fr. 169. 12. Ἐν]υαλίου[ P. Oxy. 1792. fr. 34.b warοὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.37
“Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” I. 6.54 -
27 κρίνω
κρῑνω ( κρίνει: aor. ἔκρῖνας: pass. κρίνεται: aor. κρᾰθη, κρᾰθεν; κρᾰθείς: pf. κέκρᾰται: κεκρᾰμένων, κεκρᾰμένα, -μέναι.)a decide, judgeπότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40
Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας, ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς, οὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.35
pass., be brought to a decision, ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός ( having passed the crisis, a medical met., cf. van Brock, Le Vocabulaire Médical, Paris, 1961, 214) N. 4.1b allot pass.ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31
τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.84
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
pf. part. διείργει δὲ (sc. ἄνδρας καὶ θεοὺς)πᾶσα κεκριμένα δύναμις N. 6.2
τιμαὶ δὲ βροτοῖσι κεκριμέναι Παρθ. 1. 7.c pass., part σύνθεσιν ταύταν ἐπαινήσαντες οἱ μὲν κρίθεν sc. Jason and Pelias P. 4.168d pass., be distinguishedπαῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης N. 7.7
-
28 λοιγός
1 havocἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.37
† λοιγὸν ἀμύνων ἐναντίῳ στρατῷ ( λοιγὸν ἀμφιβαλὼν coni. A. W. Mair) I. 7.28 -
29 παρακαλέω
II call in, send for, summon, Hdt.1.77, Ar.V. 215, etc.;σύμμαχον π. τινά Hdt.7.158
, cf. Th.1.119, Pl.Phd. 89c, etc.;π. ἑταίρους And.4.14
;π. τινὰ ἐς τὸν πόλεμον Hdt.7.205
, cf. D.18.24;π. τινὰ σύμβουλον X.An.1.6.5
;τινὰς εἰς συμβουλήν Pl.La. 186a
;συνήγορον Aeschin.2.184
; invoke the gods,τοὺς θεούς D.18.8
; περὶ τούτου τὸν θεόν (as medical adviser) IG42(1).126.31 (Epid., ii A. D.);τὸν Ἐνυάλιον X.HG2.4.17
;Διόνυσον εἰς τὴν τελετήν Pl.Lg. 666b
; [τοὺς θεοὺς] π. βοηθούς Arr.Epict.3.21.12
:—[voice] Pass., παρακαλούμενος καὶ ἄκλητος, ' vocatus atque non vocatus', Th.1.118;- κληθέντες ἐς ξυμμαχίαν Id.5.31
; παρακαλουμένη ἀμύνειν being called upon to ward off, Pl.Lg. 692e;- κληθεὶς γυμνασιαρχῆσαι OGI339.53
(Sestos, ii B. C.).2 summon one's friends to attend one in a trial,π. τοὺς φίλους Is.1.7
, etc.; π. τινάς call them as witnesses, Lys.14.28;π. πάντας ἀνθρώπους D.34.29
:—[voice] Med., dub. in Lycurg.28:—[voice] Pass., παρακεκλημένοι summoned to attend at a trial, Aeschin.1.173.b summon a defendant into court, in [voice] Pass., PTeb.297.5 (ii A. D.), Mitteis Chr.71.5 (v A. D.).3 invite, ; εἰς (v.l. ἐπὶ)θήραν X.Cyr.4.6.3
; ἐπὶ τὸ βῆμα π. invite him to mount the tribune, Aeschin.3.72.III exhort, encourage,τάξις τάξιν παρεκάλει A.Pers. 380
, cf. Plb.1.60.5;π. τινὰ εἰς μάχην E.Ph. 1254
;τινὰ ἐπὶ τὰ κάλλιστα ἔργα X.An.3.1.24
;π. τὴν νόησιν εἰς ἐπίσκεψιν Pl.R. 523b
;πρὸς τὸ μνημονεύειν Isoc.3.12
: c. inf., E.Cyc. 156, X.An.5.6.19, Decr. ap. D.18.185:—[voice] Pass., Isoc.2.14;παρακέκληται ἡ διάνοια Arist.EN 1175a7
.3 excite,τινὰ ἐς φόβον E.Or. 1583
; ; incite, π. καὶ παροξύνειν ἐπί .. Epicur.Nat.54 G.; of things, foment,φλόγα X.Cyr.7.5.23
.IV demand, require,ὁ θάλαμος σκεύη π. Id.Oec.9.3
:—[voice] Pass., τὰ παρακαλούμενα proposals, demands, Philipp. ap. D.18.166sq., Plb.4.29.3.V beseech, entreat, Id.4.82.8, PTeb.24.46 (ii B. C.), etc.; π. τινὰ ἵνα .. Aristeas 318, Ev.Marc.8.22, Arr.Epict.2.7.11, etc.; ὅπως .. Ev.Matt.8.34: but ἐρωτῶ καὶ π. for δέομαι is condemned by Hermog.Meth.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαλέω
-
30 παρίστημι
A causal in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] aor.1 ; later [tense] pf. παρέστᾰκα in same sense, PTeb.5.196 (ii B.C.), Plb.3.94.7, S.E. M.7.273, etc.I cause to stand, place beside,π. τοὺς ἱππεῖς ἐφ' ἑκάτερον τὸ κέρας Plb.3.72.9
, cf. 3.113.8 ; παραστήσας τὰ ὅπλα having brought his arms into view, D.18.175 ; π. τινὰ φυλάττειν set one near a thing to guard it, v.l. in Id.49.35 ;π. σορὸν σορῷ Anatolian Studies p.204
([place name] Termessus).II set before the mind, present,ὑπόθεσιν.. οὐ χὶ τὴν οὖσαν παριστάντες ὑμῖν D.3.1
; τοῦτο π. τοὺς θεοὺς ὑμῖν that they may put this into your minds, Id.18.1 ;τὸ δεινὸν π. τοῖς ἀκούουσιν Id.21.72
; π. ἐλπίδας, ὁτιοῦν τῶν δεινοτάτων, Id.19.333, 21.15 ; arouse, inspire, οὐ γὰρ ἡ πληγὴ παρέστησε τὴν ὀργὴν ἀλλ' ἡ ἀτιμία ib.72 ;π. φόβον καὶ ἀπορίαν ταῖς πόλεσι Plb.3.94.7
; π. ὁ κίνδυνος διαλογισμόν, μὴ.. Aeschin.2.159 : so τοῦτο π. ὑμῖν γνῶναι prompt you to that decision, D.18.8 ; π. τινὶ θαρρεῖν give one confidence, v.l. in Aeschin.1.174 ; π. τινί c. inf., put it into his head to.., Paus.9.14.6 ; also π. τινὶ ὅτι or ὡς .., X. Oec.13.1, Pl.R. 600c.2 dispose a person,πρὸς μελαγχολίας Phld. Ir.p.28
W., cf. Mus.p.73 K. ; alsoἈθηναίους ἄλλα παρέστησεν ὡς ἥρωα τιμᾶν Θησέα Plu. Thes.35
:—also in [voice] Pass., V. B. V. 1.3 of a Poet, represent, describe,τὸν Νέστορα παρέστησε [ὁ ποιητὴς] πείθοντα Phld. Hom. p.65
O., cf. Ath.3.110f, 4.133b ;δι' ἐτυμολογίας Corn. ND1
:—[voice] Pass., παριστάσθω ὅτι .. let it be stated that.., S.E. M.7.310.4 furnish, supply, deliver, PCair.Zen.790.10 (iii B.C.), PTeb.5.196 (ii B.C.), Abh. Berl.Akad.1925(5).31 ([place name] Cyrene).5 make good, prove, show,τι πολλοῖς τεκμηρίοις Lys.12.51
, cf. Act.Ap.24.13 ;καθάπερ προϊόντες -στήσομεν Phld. Ir.p.85
W., cf. Mus.p.37 K.6 c. acc. pers., present, offer, ἑαυτοὺς τῷ θεῷ, ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν, Ep.Rom.6.13,16.8 in later Greek, as in [voice] Med. (V. C. 1), produce in court, etc., BGU759.22 (ii A.D.), etc.:—[voice] Pass., Sammelb.4512.82 (ii B.C.), etc.III set side by side, compare,[πόλεις] μικρὰς μεγάλαις Isoc. 12.40
.—The use of these act. tenses occurs in Pl.l.c., but first becomes common in Oratt.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2, [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Act., intr.:I stand by, beside, or near,θέων δέ οἱ ἄγχι παρέστη Il.15.442
, cf. 483 ; , cf. 8.218, 18.183 ; ἑξείης πάντεσσι παρίστασαι, of a beggar, 17.450 ;οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371
; ζωγράφῳ παρεστηκυῖα, of a painter's model, X. Mem.3.11.2 : freq. in part. παραστάς with a Verb,εἶπε παραστάς Il.12.60
; οὖτα π. 20.472 ; παρασταθείς, v.l. for κατασταθείς, E.Or. 365.2 stand by, i.e. help, defend, τινι Il.10.279, etc. ; , cf. 15.255 ;Ὀδυσῆϊ π. ἠδ' ἐπαρήγει 23.783
, cf. Hes. Th. 439, Hdt.1.87, etc.;π. τινὶ χερσί S. Aj. 1384
; βοηθοὶ π. X. Cyr.5.3.19 ;οὐ παρέστη οὐδ' ἐβοήθησεν D.45.64
.II more freq. in past tenses, to have come,δεῦρο παρέστης Il.3.405
; to be at hand, , etc.2 of events, to be near, be at hand, ;κακὴ Διὸς αἶσα παρέστη ἡμῖν Od.9.52
, cf. 16.280 : in [tense] fut. [voice] Med.,σοὶ..παραστήσεσθαι ἔμελλεν μοῖρ' ὀλοή 24.28
;ἐάν του καιρὸς ἢ χρεία παραστῇ D. 21.101
, cf. 73: freq. in [tense] pf.,παρέστηχ' ὡς ἔοικ' ἀγὼν μέγας E. Hec. 229
, cf. Med. 331 ; in part.,τὸ χρῶμα τὸ παρεστηκός Ar. Eq. 399
;ὁ νῦν παρεστηκὼς ἡμῖν λόγος Pl. Lg. 962d
: in [dialect] Att. form παρεστώς, ῶσα, ός, th=s parestw/shs no/sou S. Ph. 734 ; τοῦ π. θέρους ib. 1340 ;τὰς παρεστώσας τύχας E. Or.[ 1024]
; τὰ παρεστῶτα present circumstances, τὰ λῷστα, κράτιστα τῶν π., A. Ag. 1053, Pr. 218 ;πρὸς τὸ παρεστός Ar. Eq. 564
;πρὸς τὸ παριστάμενον X. Eq.Mag.9.1
.III come to the side of another, come over to his opinion,παραστῆναι ἐς τῶν Περσέων τὴν γνώμην Hdt.6.99
: abs., come to terms, surrender, submit, Id.3.13,5.65, 6.140 ;οἱ πολέμιοι παραστήσονται Id.3.155
;τῷ πολέμῳ παραστῆναι D. 22.15
, cf. EM653.2.IV happen to one,τῷ δὴ λέγουσι.. θῶμα μέγιστον παραστῆναι Hdt.1.23
;τὸ φρονεῖν ἀλλοῖα παρίσταται Emp. 108
; esp. come into one's head, occur to one,τὼς νόος ἀνθρώποισι παριστᾶται Parm.16.2
; ; δόξα π. τινὶ ὥστε .. Pl.Phd. 66b ; σοὶ τοῦτο παρέστηκεν, ὡς .. Id.Phdr. 233c ; π. θαῦμα, γνώμη, And.2.2, 24 (s.v.l.) ;ἔκπληξις παρέστη Th.8.96
: impers., παρίσταταί μοι it occurs to me ; τῷ οὐ παραστήσεται.. τεθνάναι βούλεσθαι to whom it will not occur to wish for death, Hdt.7.46: folld. by ὡς, Th. 4.61,95, Lys. 12.62, etc.: c. inf., Id.7.17; : c. acc. et inf., Lys.21.12, Pl.Phd. 58e; part., τὸ παριστάμενον that which comes into one's head, a thought, Luc. Cont. 13 ; ἐκ τοῦ π. λέγειν speak offhand, Plu.Dem.9, cf. Gal. 14.295.2 collect oneself,παραστῆναι πρὸς τὸν κίνδυνον D.S. 17.43
; τῷ θυμῷ παραστάς ib.99 ;π. πρὸς τὴν ἀπολογίαν Plu. Alc. 19
;παρεστηκότες ταῖς γνώμαις Arr.Fr. 161
J.3 metaph., οἶνος παρίσταται the wine improves, becomes fit for drinking, opp. ἐξίσταται, Thphr. CP6.14.10, cf. Dsc.5.8.b of a crop, to be ripe, (Egypt, iii B. C.); so prob. (iii B. C.).VI παρεστηκέναι φρενῶν to be beside oneself, lose one's wits, Plb.18.53.6 ;π. ταῖς διανοίαις Id.14.5.7
, etc.; ἐπὶ τοσοῦτον π. Id.22.8.13 ; cf.παρεξίστημι 11
.VII abs., παρεστηκός, = παρόν, since it was in their power, since the opportunity offered, Th.4.133.C Some tenses of [voice] Med., [tense] pres. and [tense] impf. sts., [tense] fut. and [tense] aor. I almost always (for exceptions, v. supr. B. 11.2, III, iv), are used in causal sense:I set by one's side, bring forward, produce,π. ἱερεῖα X.An.6.1.22
; esp. in a court of justice,τοὺς παῖδας παραστησάμενοι Lys.20.35
; παιδία παραστήσεται (of a culprit) D.21.99 ; ταῦτα παραστησάμενος ib.187;μάρτυρας παρίστανται Is.4.13
, etc.; παραστήσασθαί τινα produce him as witness, Id.9.9, D.34.28, etc.;π. τινὰ εἰς κρίσιν Pl.R. 555b
.II bring to one's side, bring over by force, bring to terms,ἀέκοντας παραστήσασθαι Hdt. 8.80
;π. βία S.OC 916
;π. πολιορκίᾳ Th.1.98
; πολιορκοῦντας π. ὁμολογίᾳ ib.29 : abs., π. τινά, π. πόλιν, Hdt.3.45, Th.1.124, etc.;τοὺς οἰκοῦντας τὴν Ἀττικὴν π. εἰς φορὰν δασμοῦ Pl.Lg. 706b
.2 generally, dispose for one's own views or purposes, τινὰ παραστήσασθαι οὕτως ὥστε .. so to dispose a person that.., Hdt.4.136 ;ἑαυτοὺς πρὸς τὴν μάχην Plb.3.109.9
; dispose, induce a person,πρὸς τὸ κοινωνεῖν Id.29.3.5
: c. acc. et inf., Chio Ep.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρίστημι
-
31 πρόφρων
A with forward mind, i.e. of one's free will,οὐδέ τί πώ μοι π. τέτληκας εἰπεῖν ἔπος Il.1.543
; π. κεν δὴ ἔπειτα Δία Κρονίωνα λιτοίμην I should be fain to entreat Zeus, Od.14.406: hence, kindly, gracious, willing, usu. predicative (as always when used of persons in Hom.),ὄμοσσον π. ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν Il.1.77
;π. κατένευσε Κρονίων 8.175
;ὁ δέ με π. ὑπέδεκτο 9.480
, cf. Od.2.387;π. Δαναοῖσιν ἄμυνεν Il.14.71
, cf. Sapph.118; π. τελεῖν, ἀείδειν, Pi.P.5.117, N.5.22;προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν Id.I.4(3).43
;καί σε.. π. θεὸς φυλάσσοι A.Ch. 1063
;γενοῦ π. ἡμῖν ἀρωγός S.El. 1380
;π. σε.. Ἑρμῆς Ἅιδης τε δέχοιτο E.Alc. 743
(anap.).2 earnest, zealous, ὅτε δὴ.. π. ἐθέλοιμι ἐρύσσαι in earnest, Il.8.23; οὔ νύ τι θυμῷ πρόφρονι μυθέομαι ib.40;εἰ δὴ πρόφρονι θυμῷ.. ἀνώγει 24.140
;ἀμύνειν π. θ. Od.16.257
;βοῦν π. θ. δασσάμενος προέθηκε Hes.Th. 536
; alsoπ. κραδίη Il.10.244
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόφρων
-
32 ἀεικής
A unseemly, shameful,ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν Il.1.456
, al.;ἀεικέα [εἵματα] ἕσσαι Od.24.250
;δεσμός A.Pr.97
, cf. 525;ἀεικεῖ σὺν στολᾷ S.El. 191
(lyr.);- έστερα ἔπεα Hdt.7.13
; οὐδὲν ἀ. παρέχεσθαι cause no inconvenience, Id.3.24; ἀεικέα μισθόν (v.l. ἀνεικέα, q.v.) meagre, Il.12.435; soοὐ.. ἀεικέα.. ἄποινα 24.594
. Adv.ἀεικῶς Hsch.
; [dialect] Ion.- έως Simon.13
; ἀεικές as Adv., Od.17.216. -
33 ἀνομία
-
34 ἀπαμύνω
ἀπᾰμύνω [ῡ],A keep off, ward off, with collat. notion of defence, τί τινι something for (i.e. from) another,Αἰτωλοῖσιν ἀπήμυνεν κακὸν ἦμαρ Il. 9.597
; ; laterτί τινος Luc.Cyn.13
: c. acc. only,ἀ. τῶν ἐπιόντων κακῶν τὰ ἡμίσεα Hdt.7.120
; ἀ. τὸν βάρβαρον repulse him, 9.90; ;τοὺς ἔξωθεν Pl.R. 415e
.II [voice] Med., keep off from oneself, drive back, repel,ἄνδρ' ἀπαμύνασθαι Od.16.72
; soἀ. μίαν [ναῦν] καὶ ὀλίγψ πλεῦνας Hdt.5.86
;τὴν πενίην καὶ τὴν δεσποσύνην Id.7.102
, cf. 3.110.2 abs., defend, protect oneself,ὁ δ' οὐκ ἀπαμύνετο χερσίν Od.11.579
; πόλις ᾗ ἀπαμυναίμεσθα by which we may protect ourselves, Il.15.738; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαμύνω
-
35 ἀρή
A bane, ruin,ἀρὴν ἑτάροισιν ἀμύνειν Il.12.334
;ἀρῆς ἀλκτῆρα γενέσθαι 18.100
;ἀρὴν καὶ λοιγὸν ἀμῦναι 24.489
, cf. Od.2.59; so in A.Supp.84 (lyr.), where the gloss of the Sch., βλάβης, confirms the reading ἀρῆς for ἄρης. (Cf. [tense] pf. part. ᾱρημένος = βεβλαμμένος, and pr. n. Ἄρης (cf. Corn.ND20), perh. also ἄρος, ἀρειά, ἐπήρεια; perh. an old ē stem.) -
36 ἐπικλείω
A shut to, close,τοὺς πρωκτούς Ar. Pax 101
(anap.);ἐπεκλήϊσσε θύρην Tryph.200
:—[voice] Med., Luc.Tox. 50:—[voice] Pass., to be shut to, opp. ἀναπτύσσομαι, X.Eq.12.6: c. dat., to be covered by.., Gal.18(1).429.------------------------------------ἐπικλείω (B),2. relate or recount that.., c. acc. et inf., A.R. 1.18, Opp.C.3.78.3. call, name,τόν ῥ' ἄνδρες ἐ. Βοώτην Arat.92
, cf. A.R.2.1156.4. call upon, invoke,Ἀπόλλωνα Id.2.700
: c.inf.,Κυθέρειαν ἐ. ἀμύνειν Id.3.553
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικλείω
-
37 ὀλίγος
A little, small, freq. in Hom., rarer later, opp.μέγας, σάκος Il.14.376
;κῦμα Od.10.94
, etc. ; ὀλίγῃ ὀπί with small, low voice, 14.492 ; of stature, 9.515 ;ὀ. κῶρος Theoc.1.47
;οὐκ ὀλίγης αἷμα βοὸς κέχυται Call.Aet.Oxy.2080.85
; of Space,ὀ. χῶρος Il.10.161
, etc. ; of Time,χρόνος 19.157
,23.418, Pi. N.7.38, etc. ;ἐν βραχεῖ κὠλίγῳ χρόνῳ S.Fr. 646
(cf. IV. 3).2 sts. in a sense between that of Size and Quantity,ὀ. δόσις Od.6.208
; not copious,Hp.
Epid.1.2 ; ὑποστάσιες ὀλίγαι slight sediments, ib.17 ; ὀ. καὶ οὐδέν little or nothing, Pl.Ap. 23a ;οὐδὲν ἢ ὀ. Arist.PA 651b17
.3 of Degree, ὀ. καὶ μέγας of low and high degree, Callin.1.17.II of Number, few, or of Quantity, little, not in Hom., freq. in [dialect] Att., Ar.Av. 1417, Eq. 717, etc., but rare in Trag., asὀλίγα κακά A.Pers. 330
.—The governing body in Oligarchies and the oligarchical party in Democracies was called οἱ ὀ., Th.6.38,8.9, etc. ; ἡ ὑπὸ τῶν ὀ. δυναστεία, αἱ διὰ τῶν ὀ. δυναστεῖαι, Pl.Plt. 291d, D.60.25 ;ἑνὸς καὶ πλήθους τὸ ὀ. μέσον Pl.Plt. 303a
.2 c. inf., ὀλίγους.. στρατιῇ τῇ Μήδων συμβαλεῖν too few to engage.., Hdt.6.109, cf. 7.207 ;μὴ.. αἱ σφέτεραι δέκα νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν ὦσιν Th.1.50
.III neut. ὀλίγον as Adv., a little, slightly, little, with Verbs,ὀ. παρακλίνας Il.23.424
, cf. 11.52, 12.452 ; ;ὀ. τοῦ ποιήματος προελθών Pl.Prt. 339d
: also neut. pl.,ἠκροβολίσαντο ὀλίγα Th.3.73
.2 with comp. Adjs.,ὀλίγον προγενέστερος Il.23.789
;ὀ. ἧσσον Od.15.365
;στιβαρώτερον οὐκ ὀ. περ 8.187
;φέρτερος οὐκ ὀ. περ Il.19.217
; ὀ. τι πρότερον, v.l. for ὀλίγῳ, Hdt.4.79,81, cf. Pl.Plt. 262b, etc. ;ὀ. ὕστερον Id.Grg. 454b
, etc. ; but ὀλίγῳ is more freq. in Prose, Hdt. ll.cc. (with v.l.), 7.113, al., Pl.Grg. 460c, R. 327c, etc.IV special Phrases:1 ὀλίγου δεῖν almost (v. δεῖ II); ὀλίγου ἐδέησε καταλαβεῖν wanted but little of overtaking, Hdt.7.10.γ' : hence ὀλίγου alone, within a little, allbut, almost,ὀλίγου σεκύνες διεδηλήσαντο Od.14.37
, cf. Ar.Ach. 348, 381,Nu. 722, Lys.14.17, Pl.Prt. 361b, D.19.334, etc. ;ὀ. ἅπαντες Pl.Ap. 22b
;ὀ. ἐς χιλίους
close upon1
, 000, Th.4.124 ; ὀ. ἦλθεν ἑλεῖν (v. infr. 9) Paus.1.13.6.2 at a short distance,E.
Ph. 1098, Th.2.89,3.21, dub. in A.Th. 762 (lyr.) ; for (during) a short time, Th.1.77,2.85,3.43 ; within or after a short time, Id.6.11,47,7.39, etc. ; but3 ἐν ὀλίγῳ ( χώρῳ is added in Hdt. 9.70) in a small space, within small compass, E.Supp. 1126 (lyr.) ;ἐν ὀ. στρατοπεδευομένοις Th.4.26
; κυκλωθέντων ἐν ὀ. ib.96 ;εἰς ταὐτὸ πάντα.. ἁθροίσαντ' ἐν ὀ. D.3.18
; also ἐν ὀ. (sc. χρόνῳ) for a brief time, Pi.P.8.92 ; but also, in a short time, quickly,ἔγνων καὶ περὶ τῶν ποιητῶν ἐν ὀ. τοῦτο Pl.Ap. 22b
, cf. Th.4.55, Act.Ap.26.28.b ἐν ὀλίγοις one among few, i.e. exceedingly, remarkably,ποταμὸς ἐν ὀ. μέγας Hdt.4.52
;ἐν ὀλίγοισι Περσέων.. ἀνὴρ δόκιμος Id.9.41
: freq. in later writers, Plu. Pomp.10, Hld.3.1 ; so σὺν ὀλίγοις, v. infr. 10.4 ἐξ ὀλίγου at short notice, suddenly,ἐξ ὀ. καὶ δι' ὀργῆς Th.2.11
, cf. 61,4.108, etc.6 for a short time,Hp.
Prorrh.1.26, Plot. 4.4.29, Gp.7.12.22, 10.7.10, etc. ; a little at a time, Hp.VC18 ;εἴρηται ἐν τῷ [βιβλίῳ] ἐπ' ὀλίγον
a little way on, near the beginning,Gal.
15.428.7 by little and little,Th.
1.69, Pl.Ti. 85d, Luc. Nec.11, etc. ;ἐκ τοῦ κατ' ὀ. D.S.15.34
, Ath.Med. ap. Orib.1.2.6 : but the Adj.freq. takes the gender and number of its Subst.,κατ' ὀλίγους Hdt.2.93
, 8.113 ; οὗτοι κατ' ὀλίγους γινόμενοι ἐμάχοντο fought few at a time, in small parties, Id.9.102, cf. Pl.Tht. 197d ; κατ' ὀλίγον μαχεῖται (sc. τὸ πλῆθος αὐτῶν) Th.4.10.9 παρ' ὀλίγον with little to spare, only just, (lyr.) ; to within a short distance of,παρ' ὀ. ἦλθε.. ἐκπεσεῖν Plb. 2.55.4
, cf. 18.46.12 ; but10 σὺν ὀλίγοις, = ἐν ὀλίγοις, ἐπαινεθῆναι Plu.Galb.3 ; v. supr. IV.3b.V regul. Adv. ὀλίγως is rare, 2 Ep.Pet.2.18, Aq. Is.10.7 ;οὐκ ὀ. AP12.205
(Strat.).VI Comparison:1 the [comp] Comp. is commonly supplied by μείων, ἥσσων, or ἐλάσσων (qq.v.) ; the older form ὀλείζων (fr. Ολειγ-ψων ) is found in Hom., λαοὶ δ' ὑπ' ὀλείζονες ἦσαν ( ὑπολίζονες codd.) Il.18.519 ; so in [dialect] Att. Inscrr., IG12.76.8 (written ὄλεζον ib.63.17, al.) ; τοῖσι.. ὀλείζοσι μυστηρίοισιν ib.6.76, cf. 95 ; ὀλείζους is prob. in X.Ath.2.1 ( μείζους codd.) ; so in Alexandrian Poets, Call.Jov.72 ( ὀλίζοσι codd.), AP9.521 ; ἐς ὀλίζονας ἀστέρας ἄρκτου Poet. ap. Theodos. in HilgardExc.exHdn.p.19 ; also , ὀλίζωνα ib. 372 ; ὀλιζότερος is found in Id.Al. 479, Opp.C.3.65, 394, cf. ὀλιζόω ; ὀλιγώτερος is found in Hp.Virg. I (with the sense weaker, v. supr. 1.4), S.E.M.1.70, App.Pun.42, Mith.24, Ael.NA2.42,6.51.2 [comp] Sup. ὀλίγιστος, η, ον, always of Number or Quantity, Il.19.223, Hes.Op. 723, IG12.54.7, Ar.Ra. 115, Pl. 628, Pl.R. 473b, al. ; ὀλιγίστου, [comp] Sup. of ὀλίγου (cf. IV. I), very nearly, Phot., Hsch. (ubi ὀλιγωστοῦ) ; ὀλίγιστον as Adv., least, very little, Pl.R. 587b ;τὸ ὀ.
at least,Id.
Prm. 149a ;ὡς ὀλίγιστα Id.Grg. 510a
, Lg. 953a (v.l. ὀλιγοστά) ;ἐν ὀλιγίστῳ διασαφῶν Eust.1262.54
; soδι' ὀλιγίστων Pl.Ep. 351d
(interpol.). (Aspirated in papyri of ii-iii A.D., asμεθ' ὁλίγον BGU388.11
, cf. 146.10.) -
38 ἀρά
ἀρά, Gebet, Flehen; Verwünschung, Fluch; ἀρὴν ἀμύνειν, das Verderben abwehren; Verwünschung, Fluch, gew. Tragg., die Ἀρά auch personifiziert zu einer Rachegöttin machen; ϑεῶν ἀρά, der Götter Rache; verfluchen -
39 Avert
v. trans.Oh Gods! may ye avert these calamities: V. ὦ θεοὶ γένοισθε τῶνδʼ ἀπότροποι κακῶν (Eur., Phoen. 586).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Avert
-
40 Defend
v. trans.Guard: P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν, διαφυλάσσειν, Ar. and P. τηρεῖν, V. ἐκφυλάσσειν, ῥύεσθαι; see also Fortify.Vindicate: P. ἀπολογεῖσθαι περί (gen.), ὑπεραπολογεῖσθαι (gen.), P. and V. ἀπολογεῖσθαι ὑπέρ (gen.) (once Eur., Bacch. 41).Join in defending: P. συναπολογεῖσθαι (dat.).Answer for: Ar. ὑπεραποκρίνεσθαι (gen.).Defend an action at law: P. πρὸς δίκην ἀπαντᾶν.Defend oneself in court: Ar. and P. ἀπολογεῖσθαι.Defend oneself against: P. and V. ἀμύνεσθαι (acc.), V. ἐξαμύνεσθαι (acc.), ἀλέξεσθαι (acc.) (also Xen. but rare P.); see ward off.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Defend
См. также в других словарях:
ἀμυνεῖν — ἀμύνω keep off fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύνειν — ἀμύ̱νειν , ἀμύνω keep off pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
παρατυγχάνω — ΝΜΑ 1. παρευρίσκομαι τυχαία, συμβαίνει να είμαι παρών («παρατυχών τε τῷ λόγω καὶ δείσας μὴ ἀναγκασθῇ Ξέρξης», Ηρόδ.) 2. (η μτχ. αορ. β ) παρατυχών, ούσα, όν όποιος συνέπεσε να παρευρίσκεται, αυτός που παρουσιάστηκε πρώτος, ο τυχαίος, ο πρώτος… … Dictionary of Greek