Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀλώπηξ

См. также в других словарях:

  • ἀλώπηξ — fox masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • Ἀλώπηξ διαφυγοῦσα πάγας, αὖθις οὐχ ἁλίσκεται. — См. Старого воробья на мякине не обманешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Γέρων ἀλώπηξ οὐκ ἀλέσκεται. — (πάγη). См. Старого воробья на мякине не обманешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Κερδαλέη ἀλωπηξ. — κερδαλέη ἀλωπηξ. См. Волк в овечьей шубе …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀλωπέκων — ἀλώπηξ fox masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπήκεσσι — ἀλώπηξ fox masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλώπεκα — ἀλώπηξ fox masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλώπεκας — ἀλώπηξ fox masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλώπεκες — ἀλώπηξ fox masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλώπεκι — ἀλώπηξ fox masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»