Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δασύκερκος

См. также в других словарях:

  • δασύκερκος — δασύκερκος, ον (AM) (για την αλεπού) με φουντωτή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + κέρκος «η ουρά»] …   Dictionary of Greek

  • δασύκερκος — bushy tailed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύκερκος φαλαγγιστής — (phalangista vulpinus).Θηλαστικό μαρσιποφόρο ζώο της οικογένειας των φαλαγγεριδών ή φαλαγγιστιδών. Ο δ.φ. μοιάζει με τον σκίουρο και στη μορφή του με την αλεπού. Ζει στην Αυστραλία και στην Τασμανία. Άλλα είδη της οικογένειας αυτής είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • δασυκέρκως — δασύκερκος bushy tailed adverbial δασύκερκος bushy tailed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… …   Dictionary of Greek

  • θυσάνουρος — ο (Α θυσάνουρος, ον) νεοελλ. εντομολ. τα θυσάνουρα τάξη άπτερων εντόμων αρχ. αυτός που έχει ουρά θυσανωτή, κροσσωτή («θυσάνουρος δασύκερκος, ἄρσην», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + ουρος (< ουρά) πρβλ. κόλ ουρος, πάγ ουρος. Με τη νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… …   Dictionary of Greek

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»