-
1 ωνος
I.ὅ1) цена, плата Hom.τί τινος ὦνον δοῦναι Theocr. — заплатить чем-л. за что-л.;
ὦνόν τινος δοῦναι Hom. — заплатить выкуп за кого-л.2) покупка(ὁδαίων Hom.)
II. -
2 αγκών
-
3 αεροσίφων
(-ωνος) ο пневматический насос -
4 ακανθών
(-ώνος) ο колючий кустарник -
5 αμπέλων
(-ώνος) ο большой виноградник -
6 αμυγδαλών
(-ώνος) ο см. αμυγδαλιώνας -
7 αμφιτρύων
(-ωνος) ο устроитель пышных банкетов для друзей -
8 ανδρών
(-ωνος), ανδρώνίτης ο ист. мужская половина дома -
9 αντλοσίφων
(-ωνος) ο мор. водоотливный насос -
10 απώγων
(-ωνος) ο юнец -
11 Αυλών
(-ώνος) ο г. Влёра, Валона;тж. Βλνώρα -
12 αυλών
(-ώνος) ο1) бухта, глубоко вдающаяся в берег; 2) ущелье; долина; лощина -
13 Αχέρων
-
14 Βασιγκτών
(-ώνος) η г. Вашингтон;тж. Ουάσιγκτον -
15 βίσων
-
16 γυναικών
(-ωνος), γυναικώνίτης ο1) женская половина (в доме); 2) женская половина (в церкви); 3) гарем -
17 δασυπώγων
(-ωνος) ο бородатый человек, бородач (разг) -
18 δαφνών
(-ώνος) ο лавровая роща -
19 δόλων
(-ωνος) ο мор. марсель -
20 δρόμων
(-ωνος) ο мор. корвет
См. также в других словарях:
ὦνος — price paid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῶνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώνος — (I) ὁ, Α [ὠνοῡμαι / ὠνῶ] 1. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από τον αγοραστή στον πωλητή ενός πράγματος ως αντίτιμο τής αξίας του, τιμή 2. αγορά, ὠνή* 3. αντικείμενο αγοραπωλησίας, ώνιο, εμπόρευμα. (II) Α κράση αντί ὁ οἶνος … Dictionary of Greek
χλίδων — ωνος, και χλιδών, ῶνος, ὁ, Α είδος κοσμήματος για τους βραχίονες ή τους αστραγάλους («περὶ... τοὺς τραχήλους χλιδῶνας λιθοκολλήτους», Διοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. ἄμβ ων, σίφ ων)] … Dictionary of Greek
πέδων — ωνος, ὁ, ΜΑ (για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. στίγων)] … Dictionary of Greek
παραδεισών — ῶνος, ὁ, Α δενδρόκηπος, περιβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek
πιτυών — ῶνος, ὁ, Α δάσος πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών, πευκ ών)] … Dictionary of Greek
πλαταγών — ῶνος, ἡ, Α η πλαταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα ων, ῶνος (πρβλ. καμπαγ ών: κάμπαγος)] … Dictionary of Greek
πολυχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ. β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. μονο χίτων] … Dictionary of Greek
προθυρών — ῶνος, ὁ, Α ο πρόναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θυρών, ῶνος (< θύρα)] … Dictionary of Greek
προπυλών — ῶνος, ὁ, Α ο χώρος πριν από το πρόπυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόπυλο + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. προμαχ ών)] … Dictionary of Greek