Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀλωπέκιον

См. также в других словарях:

  • αλωπέκιον — ἀλωπέκιον, το (Α) 1. μικρόσωμη ή μικρής ηλικίας αλεπού και απλώς αλεπού, αλεπουδάκι, αλεπούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ , θ. τής λ. ἀλώπηξ + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • ἀλωπέκιον — little fox neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπεκίοις — ἀλωπέκιον little fox neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπεκίοισι — ἀλωπέκιον little fox neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπεκίου — ἀλωπέκιον little fox neut gen sg ἀλωπεκίας branded with a fox masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπεκίων — ἀλωπέκιον little fox neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπέκια — ἀλωπέκιον little fox neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • απάκι — το (Μ ἀπάκι) (κ. κιν, το, πληθ. κια, τα) 1. τα ψαχνά μέρη του σώματος γύρω από τα νεφρά 2. φρ. «μου πεσαν τ απάκια» πονάει η μέση μου από την κούραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλωπέκιον «μικρόσωμη αλεπού» πληθ. αλωπέκια > αλεπέκια > αλπέκια, με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»