-
1 αιθων
1) пылающий, раскаленный(ἀέλιος, κεραυνός Pind.)
2) багровый(ῥόος καπνοῦ Pind.)
3) сверкающий, блестящий(σίδηρος Hom., Plut.)
4) огненно-рыжий(δέρμα λέοντος Hom.; ἀλώπηξ Pind.)
5) пламенный, пылкий, горячий(ἵππος Hom.; ἀνήρ, λῆμα Aesch.)
6) жгучий, мучительный(λιμός Aesch., Plut.)
-
2 Αιθων
-
3 αιθοψ
-
4 λεων
1) лев(αἴθων, ὠμοφάγος, χαροπός, ὀρεσίτροφος Hom.; ὡς λ. ὠρυόμενος NT.)
οἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ΄ ἀλώπεκες Arph. погов. — дома они львы, в бою же - лисицы2) (= λεοντῆ См. λεοντη) львиная шкура Luc.
См. также в других словарях:
Αἴθων — fiery masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθων' — αἴθωνα , αἴθων fiery neut nom/voc/acc pl αἴθωνα , αἴθων fiery masc/fem acc sg αἴθωνι , αἴθων fiery dat sg αἴθωνε , αἴθων fiery nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθων — αἴθω light up pres part act masc nom sg αἴθων fiery masc/fem nom sg αἴθων fiery nom/voc sg αἴ̱θων , αἶθος burning heat masc gen pl αἰθος burning heat masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… … Dictionary of Greek
αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… … Dictionary of Greek
αἴθωνα — αἴθων fiery neut nom/voc/acc pl αἴθων fiery masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴθονος — Αἴθων fiery masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθονος — αἴθων fiery gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθωνας — αἴθων fiery masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθωνες — αἴθων fiery masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθωνι — αἴθων fiery dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)