Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκρήτῳ

См. также в других словарях:

  • ἀκρήτῳ — ἄκρατος unmixed masc/fem/neut dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτύσμα — το, ΝΜΑ [πτύω] το φτύσμα, αυτό που φτύνεται κατά την απόχρεμψη, πτύελο, απόχρεμμα (α. «πτύσματα λεπτὰ καὶ ἁλυκὰ καὶ κεχρωσμένα ἀκρήτῳ χρώματι», Ιππ. β. «καὶ τι τῶν πρὸς τῷ τοίχῳ πτυσμάτων ἐπισημηναμένου», Πολ. γ. «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»