Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τεύχει

См. также в других словарях:

  • τεύχει — τεύχω make ready pres ind mp 2nd sg τεύχω make ready pres ind act 3rd sg τεύ̱χει , τεῦχος tool neut nom/voc/acc dual (attic epic) τεύ̱χεϊ , τεῦχος tool neut dat sg (epic ionic) τεύ̱χει , τεῦχος tool neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεύχε' — τεύχει , τεύχω make ready pres ind mp 2nd sg τεύχει , τεύχω make ready pres ind act 3rd sg τεύχεο , τεύχω make ready pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) τεύχεαι , τεύχω make ready pres ind mp 2nd sg (epic ionic) τεύχεο , τεύχω make… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεύχος — το / τεῡχος, ους, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μέρος συγγράμματος, συνήθως πολύτομου, που κυκλοφορεί περιοδικά και που μετά τη συμπλήρωση τού καθορισμένου αριθμού εκδόσεων συγκροτείται σε τόμους («κυκλοφόρησε το 2ο τεύχος τού 55ου τόμου τής εγκυκλοπαίδειας… …   Dictionary of Greek

  • Liste geflügelter Worte/W — Geflügelte Worte   A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Y Z Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • GLAUCUS — I. GLAUCUS Antenoris Troiani fil. ab Agamemnone interfectus, Dictys Cretensis. II. GLAUCUS Carystius, pugil es Euboea, qui ex aratro in Olympia productus saepe vicit. III. GLAUCUS Chius, primus ferri glutinum invenit. Eutropius, Euseb. Chron.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GRAECUS — I. GRAECUS et Graeca, vide Gallus et Galla. II. GRAECUS nomen viri, unde Graecia dicta, et pop. Graeci. Graece Γραικὸι, Aristot. l. 1. Meteor.Ὁι καλούμενοι τότε Γραικὸι, νȏν δὲ Ε῞λληνες. Ana Graeco quodam, Rege prisco: Poro Γραικῶν appellationem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής …   Dictionary of Greek

  • ούνεκα — οὕνεκα και, πριν από φωνήεν, οὕνεκεν (Α) (αναφ. σύνδ. αντί oὗ ἕνεκα) 1. γι αυτό, ένεκα τούτου («οὕνεκεν... τὸ πεποναμένον εὖ μή... κρυπτέτω», Πίνδ.) 2. (ως ανταπόδοση στο τοῡδ ἕνεκα, τοὔνεκα και στο τῷ) επειδή, διότι (α. «τοῡδ ἕνεκά σφιν... ἄλγεα …   Dictionary of Greek

  • τεύχω — Α 1. παράγω με τεχνική εργασία, ιδίως σχετικά με υλικά πράγματα («ἔστη σκῆπτρον ἔχων τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων», Ομ. Ιλ.) 2. οικοδομώ, κτίζω («βωμὸς δ ἐφύπερθε τέτυκτο», Ομ. Οδ.) 3. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «εἴπω δὲ γυναιξὶν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»