Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τήκεσθαι

См. также в других словарях:

  • τήκεσθαι — τήκω melt pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασβόλος — κερασβόλος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπήθηκε από κέρατο 2. μτφ. (για πρόσ.) άκαμπτος, επίμονος, ισχυρογνώμων («μή τις ἐγγίγνηται τῶν πολιτῶν ἡμῑν οἷον κερασβόλος, ὅς ἀτεράμων εἰς τοσοῡτον φύσει γίγνοιτ ἂν ὥστε μὴ τήκεσθαι», Πλάτ.) 3. φρ. «κερασβόλον …   Dictionary of Greek

  • τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • τήξη — Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του στερεού στην κατάσταση του υγρού. Κάθε ουσία κάτω από σταθερή πίεση έχει μια χαρακτηριστική θερμοκρασία τ. ή σημείο τήξης. Ο προσδιορισμός του σημείου τ. έχει μεγάλη σημασία στην οργανική χημεία για… …   Dictionary of Greek

  • τήκεσθ' — τήκεσθε , τήκω melt pres imperat mp 2nd pl τήκεσθε , τήκω melt pres ind mp 2nd pl τήκεσθαι , τήκω melt pres inf mp τήκεσθε , τήκω melt imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»