-
1 τήκεσθαι
τήκωmelt: pres inf mp -
2 τήκεσθ'
τήκεσθε, τήκωmelt: pres imperat mp 2nd plτήκεσθε, τήκωmelt: pres ind mp 2nd plτήκεσθαι, τήκωmelt: pres inf mpτήκεσθε, τήκωmelt: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
3 τέγγω
Aτέγξω Pi.O.4.19
, E.Supp. 979 (lyr.): [tense] aor.ἔτεγξα B.5.157
, A.Pr. 402 (lyr.), Hp.Nat.Mul.35:—[voice] Pass., [tense] aor. (anap.), Pl.Lg. 880e:—wet, moisten, τέγγε πλεύμονας οἴνῳ Alc.l.c.;ἀκρήτῳ πνεύμονα τεγγόμενος Eratosth.25
; οἴνῳ πνεύμονα τέγγε Poet. ap. Suid. s.v. τέγγε; τέγγει γὰρ [τὸ ἔλαιον] τὸν ξηρὸν χρῶτα Gal. 6.229, cf. 366,560, 15.714; esp. of internal moistening by liquid food, opp. βρέχω (moisten on the surface), Id.10.808, 12.186 (the word is not freq. in Prose); φάρεα ποταμίᾳ δρόσῳ τ., so as to wash them, E. Hipp. 127 (lyr.);ἐν θαλάττῃ τ. τοὺς πόδας Pl.Lg. 866d
:—in Trag. and Lyr. freq. of tears,δάκρυσι κόλπους τέγγουσι A.Pers. 540
(anap.); (lyr.); ὄμμα δάκρυσιν τ. E.Supp.21, cf. IA 496; and simply, τ. παρειάν, ὄμμα, S.Ant. 530 (anap.), E.Alc. 764;Aτέγξαι βλέφαρον B.5.157
:—[voice] Pass., to be moistened, (lyr.); δάκρυσί μου βλέφαρα τ. E.Hipp. 854 (lyr.): τέγγομαι (sc. ὄσσε), i.e. I weep, A.Pers. 1065 (lyr.).2 c. acc. cogn., τ. δάκρυα shed tears, Pi.N.10.75; (lyr.):—[voice] Pass., ὄμβρος χάλαζά θ' αἱματοῦσσ' ἐτέγγετο a shower fell, Id.OT 1279.3 soak, in [voice] Pass., distd. from τήκεσθαι, Arist.Mete. 385b22; τέγγει is prob. f.l. for στέγει in Id.Pr. 869b25.II soften (properly, by soaking or bathing), ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι· οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τέγξει (sic Plu.2.467d, τεύχει codd. Pi.) γυῖα (i.e. ὥστε μαλθακὰ γενέσθαι) Pi.N.4.4:—metaph. in [voice] Pass., τέγγει γὰρ οὐδέν thou art no whit softened, A.Pr. 1008;οὔτε γὰρ.. λόγοις ἐτέγγεθ' ἥδε νῦν τ' οὐ πείθεται E.Hipp. 303
; χωρεῖτ' ὀργῇ καὶ μὴ τέγγεσθ' Ar.Lys. 550;ὑπὸ κακοδοξίας τέγγεσθαι Pl.R. 361c
, cf. Lg. 880e.
См. также в других словарях:
τήκεσθαι — τήκω melt pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερασβόλος — κερασβόλος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπήθηκε από κέρατο 2. μτφ. (για πρόσ.) άκαμπτος, επίμονος, ισχυρογνώμων («μή τις ἐγγίγνηται τῶν πολιτῶν ἡμῑν οἷον κερασβόλος, ὅς ἀτεράμων εἰς τοσοῡτον φύσει γίγνοιτ ἂν ὥστε μὴ τήκεσθαι», Πλάτ.) 3. φρ. «κερασβόλον … Dictionary of Greek
τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
τήξη — Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του στερεού στην κατάσταση του υγρού. Κάθε ουσία κάτω από σταθερή πίεση έχει μια χαρακτηριστική θερμοκρασία τ. ή σημείο τήξης. Ο προσδιορισμός του σημείου τ. έχει μεγάλη σημασία στην οργανική χημεία για… … Dictionary of Greek
τήκεσθ' — τήκεσθε , τήκω melt pres imperat mp 2nd pl τήκεσθε , τήκω melt pres ind mp 2nd pl τήκεσθαι , τήκω melt pres inf mp τήκεσθε , τήκω melt imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)