-
1 καύμα
-
2 καῦμα
-
3 καῦμα
καῦμα, ατος, τό (s. καίω and six next entries; Hom.+; Kaibel 649, 5; PLond III, 1166, 6 p. 104 [42 A.D.]; PSI 184, 6; LXX; JosAs 3:3 codd. DFH [s. καύσων]; ParJer; ApcMos 24; Jos., Bell. 3, 312, Ant. 18, 192; Just.) burning, heat Rv 7:16 (Crinagoras no. 14, 4 ἠελίου καῦμα τὸ θερμότατον). καυματίζεσθαι κ. μέγα be burned with a scorching heat 16:9.—DELG s.v. καίω 1. M-M. TW. -
4 καῦμα
καῦμα, τό, Brand, bes. Sonnenbrand, Sommerhitze, Il. 5, 865; ἦμος δὴ λήγει μένος ὀξέος ἠελίοιο καύματος ἰδαλίμου Hes. O. 413, vgl. 586; so auch Soph. Ant. 417; Plat. Phaedr. 242 a u. Folgde; oft im plur., ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν Soph. O. C. 350; πρὸς χειμῶνας καὶ καύματα Plat. Polit. 279 d; τόπους ὑπὸ καυμάτων διαφϑειρομένους Isocr. 11, 12; Sp.; Fieberhitze, Plut. Alex. 66; Liebesgluth, ἀρσενικόν Ep. ad. 8 (XII, 87). Von heftiger Kälte, Frostbrand, Ath. III, 98 b Luc. Lexiph. 2.
-
5 καυμα
1) жар, зной Hom. etc.κ. ἔθαλπε Soph. — было знойно;
ἡλίου καύματα Soph. и ἥλιος καὴ κ. NT. — солнечный зной;τὰ πρὸς χειμῶνας καὴ καύματα ἀλεξητήρια Plat. — средства защиты от холода и зноя2) сильный мороз Luc.3) мед. высокая температура, жар(τὸ ἐντὸς κ. Thuc.; τὸ διὰ νόσον κ. Arst.)
4) перен. любовный пыл(τὸ κ. ἀρσενικόν Anth.)
5) ожог(τὰ διὰ χαλκοῦ καύματα Arst.)
-
6 καῦμα
A burning heat, esp. of the sun, καύματος ἔξ after sun-heat, Il.5.865, cf. Hes.Op. 415, 588, Alc.39, S.Ant. 417, Epinic.1.10, etc.; πρὶν ἂν τὸ κ. παρέλθῃ the heat of the day, Pl.Phdr. 242a, cf. Ti. 70d;ἐὰν ᾖ κ. Arist.Mete. 342b10
: freq. in pl.,ἡλίου τε καύμασιν S.OC 350
, cf. Hdt.3.104, X.Cyn.5.9, etc.; [τόποι] ὑπὸ καυμάτων διαφθειρόμενοι Isoc.11.12
;καύματα καὶ χειμῶνες Phld.Piet.87
: in pl., also of frost, Ath.3.98b, Luc.Lex.2.2 fever heat, Th.2.49; of inflamed conditions, Hp.VM19, Aph.7.13: metaph., of love,κ. ἀρσενικόν AP12.87
.II in pl., holes burnt by cautery, Hp.Art.11, Arist.Pr. 863a31.V firewood, PLond.3.1166.6, al. (i A.D.). -
7 καῦμα
καῦμα, ατος ( καίω): burning heat, Il. 5.865†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καῦμα
-
8 καῦμα
καῦμα, τό, Brand, bes. Sonnenbrand, Sommerhitze; Fieberhitze; Liebesglut. Von heftiger Kälte, Frostbrand -
9 καῦμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καῦμα
-
10 καύμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καύμα
-
11 καῦμα
-ατος + τό N 3 3-1-4-6-8=22 Gn 8,22; 31,40; Dt 32,10; 2 Sm 4,5; Is 4,6heat TobS 2,9*Prv 25,13 κατὰ καῦμα in the heat-בחום for MT ביום in the day, in the timeCf. MARGOLIS, M. 1906b=1972 66 -
12 καύμα
τό1) невыносимая жара; κυνικά καύματα жаркие дни (чаще об июльской жаре); 2) ожог -
13 καῦμα
жар, зной.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καῦμα
-
14 καῦμα
знойзноемΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καῦμα
-
15 καύμα
yanık, aşırı, sıcak -
16 πρός-καυμα
πρός-καυμα, τό, das Angebrannte, das Anbrennen, LXX.
-
17 κυνό-καυμα
κυνό-καυμα, τό, Hundstagshitze, Diosc. und a. Sp.
-
18 κατά-καυμα
κατά-καυμα, τό, das Verbrannte, Sp. – Brandblase, Hippocr.
-
19 διά-καυμα
διά-καυμα, τό, brennende Hitze, Sp.
-
20 ἀπό-καυμα
ἀπό-καυμα, τό, das Verbrannte, Sp.
См. также в других словарях:
καῦμα — burning heat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύμα — και κάμα (ΑΜ καῡμα, ατος) [καίω] 1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας τού ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ. β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.) 2. έγκαυμα μσν. θυσία μσν. αρχ. μτφ … Dictionary of Greek
καῦμ' — καῦμα , καῦμα burning heat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνόκαυμα — κυνόκαυμα, τὸ (Α) το κυνικό καύμα, ο καύσωνας τών ημερών τού Κυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + καῦμα (< καίω), πρβλ. έγ καυμα, κατά καυμα] … Dictionary of Greek
κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
σκιάζω — (I) ΝΑ [σκιά] 1. καλύπτω με σκιά («Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.) 2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούς νεοελλ. εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιά αρχ. 1. καλύπτω, κρύβω («τὸ… … Dictionary of Greek
зной — род. п. зноя, укр. знiй, др. русск., ст. слав. знои καῦμα (Супр.), сербохорв. зно̑j, род. зно̏jа пот , словен. znȏj зной, пот , чеш., слвц. znoj зной, жар, пот , польск. znoj, род. п. znoju жара . Согласно Мейе (МSL 20, 99), ст. слав. знои –… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Древнегреческий язык — Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα … Википедия
зной — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. καῦμα) знойный, удушливый ветер. … … Словарь церковнославянского языка
камилавка — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. καμηλαύχιον от καῦμα жар и ἐλαύνω – укрощаю) 1) шапка,… … Словарь церковнославянского языка