Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καῦμα

См. также в других словарях:

  • καῦμα — burning heat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύμα — και κάμα (ΑΜ καῡμα, ατος) [καίω] 1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας τού ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ. β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.) 2. έγκαυμα μσν. θυσία μσν. αρχ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • καῦμ' — καῦμα , καῦμα burning heat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνόκαυμα — κυνόκαυμα, τὸ (Α) το κυνικό καύμα, ο καύσωνας τών ημερών τού Κυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + καῦμα (< καίω), πρβλ. έγ καυμα, κατά καυμα] …   Dictionary of Greek

  • κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… …   Dictionary of Greek

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • σκιάζω — (I) ΝΑ [σκιά] 1. καλύπτω με σκιά («Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.) 2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούς νεοελλ. εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιά αρχ. 1. καλύπτω, κρύβω («τὸ… …   Dictionary of Greek

  • зной — род. п. зноя, укр. знiй, др. русск., ст. слав. знои καῦμα (Супр.), сербохорв. зно̑j, род. зно̏jа пот , словен. znȏj зной, пот , чеш., слвц. znoj зной, жар, пот , польск. znoj, род. п. znoju жара . Согласно Мейе (МSL 20, 99), ст. слав. знои –… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Древнегреческий язык — Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα …   Википедия

  • зной — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. καῦμα) знойный, удушливый ветер.    … …   Словарь церковнославянского языка

  • камилавка — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (греч. καμηλαύχιον от καῦμα жар и ἐλαύνω – укрощаю) 1) шапка,… …   Словарь церковнославянского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»