-
1 αγκαλίδων
-
2 ἀγκαλίδων
-
3 ἀγκαλίς
См. также в других словарях:
ἀγκαλίδων — ἀγκάλη bent arm fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αγκαλίδων
2 ἀγκαλίδων
3 ἀγκαλίς
ἀγκαλίδων — ἀγκάλη bent arm fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)