-
1 ἀγκαλίδη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκαλίδη
-
2 ἀγκαλιδη-φόρος
ἀγκαλιδη-φόρος, dasselbe von Menschen, nach Poll. 7, 109; 2, 139.
-
3 ἀγκαλιδηφόρος
ἀγκαλιδη-φόρος, dass. von Menschen -
4 αγκαλίδα
ἀγκάληbent arm: fem acc sgἀγκαλίδᾱ, ἀγκαλίδηfem nom /voc /acc dualἀγκαλίδᾱ, ἀγκαλίδηfem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 ἀγκαλίδα
ἀγκάληbent arm: fem acc sgἀγκαλίδᾱ, ἀγκαλίδηfem nom /voc /acc dualἀγκαλίδᾱ, ἀγκαλίδηfem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 αγκαλίδας
ἀγκάληbent arm: fem acc plἀγκαλίδᾱς, ἀγκαλίδηfem acc plἀγκαλίδᾱς, ἀγκαλίδηfem gen sg (doric aeolic) -
7 ἀγκαλίδας
ἀγκάληbent arm: fem acc plἀγκαλίδᾱς, ἀγκαλίδηfem acc plἀγκαλίδᾱς, ἀγκαλίδηfem gen sg (doric aeolic) -
8 ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκᾰλῐδ-ᾰγωγός, όν,A carrying an armful or bundle, of beasts of burden; [full] ἀγκαλιδη-φόρος, [suff] ἀγκᾰλῐδ-φορέω being used of men, Poll.2.139, 7.109.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκαλιδαγωγός
См. также в других словарях:
ἀγκαλίδα — ἀγκάλη bent arm fem acc sg ἀγκαλίδᾱ , ἀγκαλίδη fem nom/voc/acc dual ἀγκαλίδᾱ , ἀγκαλίδη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκαλίδας — ἀγκάλη bent arm fem acc pl ἀγκαλίδᾱς , ἀγκαλίδη fem acc pl ἀγκαλίδᾱς , ἀγκαλίδη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκαλιδηφόρος — ἀγκαλιδηφόρος, ον (AM) (για ανθρώπους) αυτός που μεταφέρει δεμάτια (πρβλ. για ζώα, ἀγκαλιδαγωγός*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίδη, παράλληλος τύπος τής λ. ἀγκαλίς + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek