Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ωτι

См. также в других словарях:

  • ὠτί — οὖς Cultes Egyptiens neut dat sg ὠτίς bustard fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tsakonian language — language name=Tsakonian nativename=Τσακωνικά Tsakōniká familycolor=Indo European states=Greece region=Eastern Peloponnese around Mount Parnon speakers=300 2,000 fluent fam2=Greek fam3=Doric iso2=ine|iso3=tsdTsakonian, Tzakonian or Tsakonic (Greek …   Wikipedia

  • οπλόκτυπος — ὁπλόκτυπος, ον (Α) (σχετικά με γη) αυτός που χτυπιέται, που αντηχεί από τις οπλές τών αλόγων («ἔτι δὲ γᾱς ἐμᾱς πεδί ὁπλόκτυπ ὠτὶ χρίμπτει βοάν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλή + κτύπος (πρβλ. χαλκό κτυπος)] …   Dictionary of Greek

  • ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …   Dictionary of Greek

  • ωτίχριμπτος — ον, Α (για βοή) αυτός που διαπερνά τα αφτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. σύνθ. «εκ συναρπαγής» από φρ. ὠτί χρίμπτω (χρίμπτω «προστρίβω, προσπελάζω»), πρβλ. ὠτακουστῶ] …   Dictionary of Greek

  • ωτακουστώ — ὠτακουστῶ, έω, ΝΑ κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὠτὶ ἀκουστόν, αντίθετο τού ἀνηκουστῶ] …   Dictionary of Greek

  • όστις — ήτις, ό,τι (ΑΜ ὅστις, ἥτις, ὅ, τι, Α αρσ. και ὅτις και ὄρτιρ, ουδ. και ὅτι και ὅττι και ὄττι) (αναφ. αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α.(στον εν.) 1. γεν. οὗτινος και ὅτου, ἧστινος, οὗτινος και ὅτου, επικ. τ. ὅττεο και ὅττευ και ὅτευ, ιων. τ. ὅτεο, λεσβ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • Φθιῶτ' — Φθῑῶτα , Φθιώτης to Phthia masc voc sg Φθῑῶτα , Φθιώτης to Phthia masc nom sg (epic) Φθῑῶται , Φθιώτης to Phthia masc nom/voc pl Φθῑῶτι , Φθιῶτις to Phthia fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»