Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διδαχή

См. также в других словарях:

  • διδαχῇ — διδαχή teaching fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδαχή — teaching fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδαχή — η (AM διδαχή) [διδάσκω] 1. διδασκαλία 2. ο θείος λόγος, η κατήχηση μσν. νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού κηρύγματος, το κείμενο τού λόγου 2. σύνολο θρησκευτικών και ηθικών κανόνων και παραγγελμάτων μσν. δίδαγμα, παράδειγμα αρχ. 1. κατάλογος τών… …   Dictionary of Greek

  • διδαχή — η καθοδήγηση που αποβλέπει στη νουθεσία, διδασκαλία, θρησκευτικός λόγος: Η διδαχή των λόγων του Χριστού γίνεται στο κατηχητικό σχολείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διδαχῆι — διδαχῇ , διδαχή teaching fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδαχαῖς — διδαχή teaching fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδαχαί — διδαχή teaching fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδαχῆς — διδαχή teaching fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδαχήν — διδαχή teaching fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδαχῶν — διδαχή teaching fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • «ДИДАХЕ» — [греч. Διδαχὴ (τῶν δώδεκα ἀποστόλων) учение (12 апостолов)], раннехристианский памятник, содержащий уникальные сведения о церковной жизни, богословии и нравственном учении апостольской эпохи. Текстология Иерусалимская рукопись Колофон с… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»