-
1 απήρωτος
-
2 ἀπήρωτος
-
3 ἀπήρωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπήρωτος
-
4 απήρωτον
-
5 ἀπήρωτον
-
6 απηρώτοις
-
7 ἀπηρώτοις
-
8 απηρώτους
-
9 ἀπηρώτους
-
10 απήρωτοι
-
11 ἀπήρωτοι
См. также в других словарях:
απήρωτος — ἀπήρωτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει πάθει πήρωση, βλάβη … Dictionary of Greek
ἀπήρωτος — intact masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήρωτον — ἀπήρωτος intact masc/fem acc sg ἀπήρωτος intact neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπηρώτοις — ἀπήρωτος intact masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπηρώτους — ἀπήρωτος intact masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήρωτοι — ἀπήρωτος intact masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)