Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

χώρης

См. также в других словарях:

  • χωρῇς — χωράζω set up fut ind act 2nd sg (doric) χωρέω to be fond of dwelling in pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώρης — χώρα space fem gen sg (epic ionic) χωρέω to be fond of dwelling in imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Proto-Indo-European to Dacian sound changes — NOTE: all html boxes in this article need to be replaced by another format. The Dacian language was a Satem Indo European Language.hort vowelsPIE has the short vowels e, o. The existence of the PIE short vowel a is disputed.The origin of the Late …   Wikipedia

  • ARABIA — I. ARABIA Asiae regio, Africae proxima, cuius longitudo a mari Mediterraneo in confiniis Aegypti, usque ad initium sinus Persici et promontorium Corodamum, latitudo inter Persicum Arabicumque sinus intercipitur. Habet ab Ortu montes, qui illam a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έξοδος — Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • ευρυχωρής — εὐρυχωρής, ές (Α) ευρύχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + χωρής (< χώρος)] …   Dictionary of Greek

  • θεατής — Τίτλος διαφόρων εντύπων. Τα πιο αξιόλογα είναι μία αθηναϊκή εφημερίδα (1868), μία εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης (1868), μία εβδομαδιαία εφημερίδα της Ζακύνθου (1891) και τρία αθηναϊκά περιοδικά (1836, 1925 41, 1958 61). * * * ο (Α θεατὴς, ιων.… …   Dictionary of Greek

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

  • παράπαν — ΝΑ επίρρ. (συν. με άρνηση και με το άρθρο το) ουδόλως, καθόλου («οὐκ εἰμὶ τὸ παράπαν ἄθεος», Πλάτ.) αρχ. 1. ολωσδιόλου, τελείως («ἀπαλλάσσετο ἐκ τῆς χώρης τὸ παράπαν», Ηρόδ.) 2. κατά μέσο όρο, περίπου («ἐπι διηκόσια τὸ παράπαν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»