-
1 μέτειμι
A sum), to be among, c. dat. pl.,ἄνδρεσσι μετέμμεναι Il. 18.91
;ὄφρ' ἂν ζωοῖσιν μετέω 22.388
;οἷς ὁ γέρων μετέῃσιν 3.109
;εἰ λαοῖσι μετείη Xenoph.2.15
: abs., οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται no interval of rest will be mine, Il.2.386.II impers., μέτεστί μοί τινος I have a share in or claim to a thing, Hdt.1.171, etc.; τί τοῦδε σοὶ μ. πράγματος; A.Eu. 575;κἀμοὶ πόλεως μ. S.OT 630
, cf. Ant. 1072, Ar.Av. 1666, 1668;πᾶσι μετεῖναι τῶν ἀρχῶν Arist.Pol. 1292a3
: so part. neut. used abs., οὐδὲν μᾶλλον Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης since they had no more share in the land, Hdt.5.94, cf. Th.1.28, Pl.Lg. 900e, etc.2 sts. the share is added in nom.,ὁκόσον δέ μοι μέρος [τῆς γῆς τῆσδε] μετῆν Hdt.6.107
, cf. E.IT 1299, Pl.Prm. 163d; μέτεστι κατὰ τοὺς νόμους πᾶσι τὸ ἴσον (v.ἴσος 11.2
), Th.2.37, Foed. ap. eund. 5.47;ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μ. Pl.Ap. 19c
.3 with inf. as subj.,πᾶσι μέτεστι γινώσκειν Heraclit.116
; τούτῳ τι μετέσται ψεῦδος ἀγαπᾶν .. ; will it be part of his nature to love falsehood? Pl.R. 490b, cf. 606b.------------------------------------A ibo), [dialect] Att. [tense] fut. of μετέρχομαι (q. v.); [dialect] Dor. inf.μετίμεν Foed.Delph.Pell.2
A 25: [tense] impf. μετῄειν: [dialect] Ep. [tense] aor. part. (but v. εἴσομαι 11) μετεισάμενος (v. infr.):— go between or among, ; .II go after or behind, follow, abs.,ἴθ', ἐγὼ δὲ μέτειμι 6.341
;Ἄρης πόλεμόνδε μέτεισι 13.298
;τοῦ μὲν ὑφηγουμένου, τῶν δὲ μετιόντων X.HG4.5.8
, etc.2 c. acc., follow,ταὐτὸν ἴχνος Pl.Phdr. 276d
.b go to seek or fetch, go in quest of,μετήϊσαν ἄξοντες Hdt.3.28
; τὸν παῖδα εὗρον οἱ μετιόντες ib. 15; ἐν ᾧ δὲ τούτους μετήϊσαν ib.19;εἰ γάρ μ' ἀπώσῃ,.. μέτει πάλιν S.El. 430
;μετῇσαν στρώματα Ar. Eq. 605
, cf. Ach. 728; μ. τινὰ.. ἐκ .. Id. Pax 274;τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ μετιόντας X.HG2.1.25
: metaph., search after, pursue, , Arist.Sens. 436a21;ἑκάστας [τὰς ἀρχὰς] ᾗ πεφύκασιν Id.EN 1098b4
;μ. περί τινος Id.Rh.Al. 1432b3
, al.; ;μ. τὸν λόγον Pl.Men. 74d
, Sph. 252b: abs., pursue a question,οἱ οὕτω μετιόντες Arist.APo. 91b24
, cf. Pl.Smp. 210a, etc.c Trag., pursue with vengeance,εἰ μὴ μέτειμι τοῦ πατρὸς [φόνου] τοὺς αἰτίους A. Ch. 273
, cf.Ag. 1666 (troch.), S.El. 478 (lyr.); also in Th.,τιμωρίαις τοὺς ἀδικοῦντας μ. 4.62
; μ. δίκας τινά ( δίκας acc. cogn.) execute judgement upon one, A.Eu. 231; ; ἄποινα μέτεισι Διόνυσός δε ib. 517.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέτειμι
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский