-
1 Μύες
Μῦςmouse: masc nom /voc pl -
2 μύες
μύε̄ς, μύωclose: pres ind act 2nd sg (doric)μύωclose: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)μῦςmouse: masc nom /voc plμῦςmouse: masc voc pl -
3 μῦς
Aμῠός Cratin.53
, Alc.Com.22; acc.μῦν Arcesil. 1
D.; voc.μῦ AP11.391
(Lucill.); nom. pl. μύες [ῠ] Ar.Ach. 762, Anaxandr.41.61 (anap.), μῦες dub. in Epich.44, alsoμῦς Antiph.193
, Herod.3.76; acc. pl. μύας [ῠ] Epich.42.5, Posidipp.14,μῦς Hdt.2.141
, Philyll.13; dat. pl. μῡσί Hdn.Gr.2.642, μῠσί ([etym.] ν) Batr.174, 178, al.:— mouse or rat, Batr. 173, etc.: sg. in collect. sense,οὐδὲ τὸμ μῦν ἑτοιμάζονται θηρεύειν PCair.Zen.300.17
(iii B. C.); μ. ἀρουραῖος literally the field-mouse, but prob. hamster, Cricetus vulgaris, Hdt. l. c.; prov., μ. πίττης γεύεται, of one who tempted by some apparent good finds himself in inextricable difficulties, 'burn one's fingers', 'catch a Tartar', D. 50.26;μῦς.. γεύμεθα πίσσας Theoc.14.51
; ὅκως χώρης οἱ μῦς ὁμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν, i. e. for lack of food, Herod. l. c., cf. Antig. Car. ap. St.Byz. s.v. Γύαρος; κατὰ μυὸς ὄλεθρον, of a lingering death, Philem.211, Men.219, cf. Herod.5.68 (s. v. l.), Ael.NA12.10; μ. λευκός a lewd person, Philem.126.II a shell-fish, mussel, A.Fr.34, Philyll. l. c., Arist.HA 547b11 (s. v. l.), al., prob. in PCair.Zen.82.11 (iii B. C.).III a large kind of whale, Arist.HA 519a23 (s. v. l.); but μ. θαλάττιος file-fish, Balistes capriscus, = Lat. mus marinus, Ael. NA9.41, cf. Diph.Siph. ap. Ath.8.355f, Marc.Sid.30, Opp.H.1.174; μ. θ. prob. sea-water mussel, Heraclid.Tar. ap. Ath.3.120d. -
4 ὄστρεον
A oyster; the proper [dialect] Att. form is ὄστρειον (ὄστρεια.. ἔλεγον οἱ ἀρχαῖοι Ath.3.92e
, cf. Moer.p.285 P. (who recommends ὀστρία [pron. full] [ῑ] wrongly), Phot., etc.), and this is required by the metre in the earlier Poets,κόγχοι, μύες, κὤστρεια A.Fr.34
;ὄστρεια συμμεμυκότα Epich.42
( ὄστρεα codd. Ath.);πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη Cratin.8
;πίνναι, λεπάδες, μύες, ὄστρεια Anaxandr.41.61
(anap.); while ὄστρεον is used in late [dialect] Ep., Matro Conv.16, Nic.Fr.83, and is found in Pap., PCair.Zen.82.13 (iii B. C.), POxy.738.5 (i A. D.):—the readings vary in Pl. (v. infr. III), as in Arist., cf. HA 490b10, 525a20: generally, of all bivalves, ib. 525a20, 528a1, Fr. 304, Gal.12.345.III purple pigment, prob. that produced by the murex, cf. Arist.HA 548a12;ὄστρεον μόνον ἐπιφέρειν Pl.Cra. 424d
;ὀστρείῳ ἐναληλιμμένος Id.R. 420c
;τὰ σώματα ἐκέχριντο ὀστρείῳ Callix.2
: ὄστρεα· τὰ κογχύλια, Αάκωνες ἄνθος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄστρεον
-
5 εὐθώρηξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐθώρηξ
-
6 καταθήγω
A sharpen, whet, ἐν βύβλοισι καταθήξετ' ὀδόντα (sc. μύες) AP6.303 ([place name] Aristo); = παροξύνω, Hsch.: [dialect] Dor. [tense] aor. inf. κατθᾶξαι, = παρακονῆσαι, μεθύσαι, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταθήγω
-
7 κατεπιγάστριος
κατεπι-γάστριος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεπιγάστριος
-
8 λοξός
A slanting, crosswise, Hp.Off.11; λοξή (sc. γραμμή), ἡ, a cross-line, E.Fr.382.9; λοξὰ βαίνειν, of a crab, Babr.109.1;λ. ὄφις Call.Epigr.26
; ὁ λ. κύκλος the ecliptic, Arist.Metaph. 1071a16, Cleanth.Stoic.1.112, Arat.527, Gem.5.51, Cleom.1.4, Ptol.Alm.1.8 (withoutκύκλος Plot.5.8.7
); of the milky way, Gem.5.68;τῶν ἀστέρων λ. γίνεται φορά Arist.Mete. 342a27
;λ. δρόμος Diog.Oen.8
;λ. πορείας σχῆμα Plu.Phoc.2
; λ. φάλαγξ, a phalanx of which one wing is in advance of the other, Ascl.Tact.10.1, Onos.21.8, Ael.Tact.30.3; λ. ζῴδια, i.e. λοξῶς ἀνατέλλοντα, Heph.Astr.3.1; οἱ λ. μύες the oblique abdominal muscles, Gal.2.518, al.; λ. τῇ θέσει πρός τι at an acute angle to it, Thphr.Sens.73, cf. Arist.Mu. 393b15. Adv. -ξῶς, τὰ λοξὰ [ἐπιδεῖν] Hp.l.c.2 of suspicious looks, λοξὸν ὄμμασιν βλέπειν τινά look askance at one, Anacr.75.1;λοξὸν ὀφθαλμοῖς ὁρᾶν Sol.34
;ὄμμασι λοξὰ βλέποισα Theoc.20.13
;λοξῷ ὄμματι ἰδεῖν A.R.4.475
; οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει Zeus has not yet turned his neck aside, i.e. withdrawn his favour, Tyrt.11.2; but αὐχένα λοξὸν ἔχει, of a slave, as type of dishonesty, Thgn.536: hence metaph., mistrustful, suspicious, in Adv. [comp] Comp. - ότερον, ἔχειν πρός τινα Plb.4.86.8
.3 of language, indirect, ambiguous, esp. of oracles, Lyc.14, 1467, Luc. Alex.10; λοξὰ ἀποκρίνασθαι Id.D Deor.16.1; ἐν τοῖς χρησμοῖς λ., of Apollo, Id.JTr.28. (Cf. λέχριος.) -
9 μεσοπλεύριος
μεσο-πλεύριος, ον,A between the ribs: μ. μύες intercostal muscles, Gal.2.498; μεσοπλεύριον, τό, part between the ribs, Ruf. ap. Orib.8.24.65: more freq. in pl., Id.Onom.93, Gal.8.77, Poll. 2.167 (v.l. μεσόπλευρα).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοπλεύριος
-
10 νευρά
νευρά, [dialect] Ion. [suff] νερτερο-ρή, ἡ, [dialect] Ep. gen. sg. [full] νευρῆφι( [full] ν) Il.8.309, 15.313, 21.113:—A string or cord of sinew, in [dialect] Ep. usu. bowstring, ν. ἐϋστρεφής, νεόστροφος, Il.15.463, 469;βαρύφθογγος Pi.I.6(5).34
, cf. S.Ph. 1005, E.Ba. 784, X.An.4.2.28, etc.: made from νεῦρον, Arist.HA 540a19;μύες ἐβοήθησαν διατραγόντες τὰς ν. Id.Rh. 1401b16
.2 harpstring, Poll.4.62.5 wrongly taken by some, = νεῦρον, Il.8.328. (Cogn. with νεῦρον.) -
11 προσσφίγγω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσσφίγγω
-
12 συνθέω
A- θεύσομαι Od.20.245
:— run together with,τοῖς ἀνέμοις Poll.1.196
: metaph. of things, go along with, go smoothly with, οὐχ ἡμῖν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή Od.l.c.2 of lines and the like , run together, meet in one point, X.Eq.10.11.3 metaph., agree,τῷ Ἐφόρου λόγῳ Aristid.Or.36(48).71
. -
13 συντρέχω
A- δρᾰμοῦμαι X.An.7.6.6
: [tense] aor. 2 συνέδρᾰμον (v. infr.): [tense] pf.- δεδράμηκα PTeb.48.26
(ii B.C.):— run together so as to meet in battle, encounter,Πηνέλεως δὲ Λύκων τε συνέδραμον Il.16.335
; ξιφέεσσι ς. ib. 337; εἰς τὰς χεῖρας ς. Plb.2.33.5;σ. εἰς χεῖράς τινι Plu.Art.7
: metaph., εἰπὲ τῷ μόρῳ ξυντρέχει say with what death she has met, S.Tr. 880 (lyr.).2 assemble, gather together, Hdt.8.71;ἐς τὴν ὁδόν Id.2.121
.δ ; εἰς τὴν ἐκκλησίαν Lycurg.16
; run up to the rescue, Plu. Cam.27; συνδράμετε, Ῥωμαῖοι, Lat. concurrite, POxy.33 iii 8 (ii A.D.);συνδραμόντων πλειόνων καὶ ἐπιτιμώντων αὐτῷ PLond.1.106.19
(ii B.C.);ἐξέπεσον ἐκ τῆς ἰδίας, συνδραμόντων ἐπ' αὐτοὺς τῶν ὁμοεθνῶν, διὰ τὸ παρασπονδῆσαι τοὺς αὑτῶν οἰκείους Plb.2.7.6
; of clouds, gather, Hdt. 1.87; of liquids, κάθυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει is mingled with.., S.OC 160 (lyr.); πρὸς τὴν τῆς ἐκμυζήσεως συναίσθησιν πλεῖον ἐπὶ τοὺς τόπους συντρέχει [τὸ γάλα] Sor.1.77, cf. Gal.15.512; ὑπερθοῦ.. ἵνα καὶ τὰ κοῦφά σοι συνδράμῃ wait.. till your jars come in (accumulate), PFlor.134*.7 (iii A.D.);τῶν ἀργυρίων ὀφλόντων συνδραμεῖν PLips.64.13
(iv A.D.); ἔλεγεν.. συντρέχειν ἔτη πρὸς τὰ πή said the total amounted to 88 years, UPZ 162v32 (ii B.C.).3 concur, agree, ; συντρέχειν τοῖς κριταῖς concur in the choice of judges, X.Cyr.8.2.27;μηκέτι τῆς βουλήσεως συνδραμούσης Alex.Aphr.de An.73.2
.4 of lines, run together, meet,εἰς μίαν βάσιν E.Fr.382.12
: metaph.,δεῖ τινα τέσσαρα συνδραμεῖν εἰς οἴκου σύστασιν Arist.Fr. 182
;κατὰ τὴν πρόθεσιν αὐτῷ συντρεχόντων τῶν πραγμάτων Plb.3.43.11
.5 concur, coincide, of points of time, ; τοῦ.. χρόνου τὸ μῆκος αὐτὸ ς. exactly coincides, E.Or. 1215;εἰς ταὐτὸν τὸ δίκαιον ἅμα καὶ ὁ καιρὸς καὶ τὸ συμφέρον συνδεδράμηκεν D.17.9
, cf. Isoc.6.68; of symptoms, Sor.2.8; impers., συντρέχει εἰς ἓν τόδε there is a concurrence in this one point, E.Fr. 580; σ. τινί concur or coincide with, S.Tr. 295;συντρέχει τῇ γνώσει τὸ τερπνόν Epicur. Sent.Vat.27
(= Metrod.Fr.47); σ. τῇ διαβολῇ concur in, second, Luc. DMeretr.10.4, cf. Mitteis Chr.96.11 (iv A.D.);σ. βασιλῆϊ
vie with,AP
7.420 (Diotim.).6 run together, shrink up,μύες Hp.Fract.35
;τρίχες X.Cyn.10.17
, cf. Arist.GA 782b27;πλεκτάνη σ. εἰς ἑαυτήν Plu. 2.978d
; χιτῶνος ἐπανισταμένου καὶ.. εἰς ἑαυτὸν ς. (with the respiration) Gal.8.744; εἰς ἑαυτό, of a tumour, disappear on pressure, Aët.7.86; συντρέχοντος τοῦ δέρματος διὰ τὴν ἰδίαν μαλακότητα yielding, Antyll. or lleliod. ap. Orib.45.18.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντρέχω
-
14 σφριγάω
σφρῐγ-άω [v. fin.],A to be full to bursting, to be plump, esp. of a woman's breasts, Hp.Mul.1.71; οὔθατα ς. Poll.1.250: then,2 generally, of young persons, high-fed horses, etc., to be fresh, vigorous, in full health and strength,νέῳ τε καὶ σφριγῶντι σώματι E.Andr. 196
;εὐσωματεῖ καὶ σφριγᾷ Ar.Nu. 799
;σφριγᾷ τὸ σῶμά σου Id.Lys.80
;τὰ σώματα σφριγῶντες Pl.Lg. 840b
;ἥβῃ σφριγῶντες Achae.4
; οἱ μύες (muscles)σφριγῶντες, ὡς ἂν εἴποι τις Archig.
ap. Gal. 8.91; of animals,σφριγῶσα ἡμίονος Eust.1322.34
;βόες τὸν αὐχένα σφριγῶντες Hld.3.1
; of trees, δένδρα σφριγῶντα νέοις κλωσίν luxuriant, Luc.Am.12;βότρυες σφριγῶντες D.Chr.7.75
; εὐδίᾳ καὶ γαλήνῃ ς. Ph.1.14.3 metaph., full-blooded, swollen with passion or pride,σφριγῶντα θυμόν A.Pr. 382
; .4 swell with desire, be at heat, Opp.C.3.368;τῶν σφριγώντων ἐν λόγοις Com.Adesp. 276
: c. inf., Ael.NA14.5. Chiefly used in the [tense] pres. part. [In Opp. l.c., for σφρῑγᾷ Lobeck conjectured σφρῐγάᾳ.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφριγάω
-
15 φορυτός
φορῠτός, ὁ,A whatever the wind carries along: hence, rubbish, such as collects in a farm-yard or a carpenter's shop,σύες ἐπὶ φορυτῷ μαργαίνουσιν Democr.147
;ὅταν μύες περὶ φορυτοῦ μάχωνται Thphr. Sign.49
, cf. Ar.Ach.72, Com.Adesp.906; chips or shavings, Arist. HA 628b11, Conon 48.8;ξύλων φ. Aen.Tact.37.2
; used for packing earthenware to keep it from breaking, Ar.Ach. 927; of the materials of a bird's nest, Arist.HA 616a12; βρωμάτων φ. a mishmash of all kinds of meat, Alciphr.3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φορυτός
-
16 χερσαῖος
A from or of dry land, living or found thereon, ὄρνιθες χ., opp. λιμναῖοι, Hdt.7.119;κροκόδειλοι Id.4.192
; ζῷα χ., opp. θαλάσσια, πετεινά, Id.2.123, cf. Pl. Ti. 40a; χελώνη χ., opp. θαλασσία, v. χελώνη; μύες χ., Arist.Mir. 842b7; ὄφεις, opp. θαλάττιαι, Id.HA 505b9; ἡ χ. (sc. θήρα) hunting of land-animals, opp. fishing, Pl.Sph. 223b, cf. AP9.14 (Antiphil.); of landsmen, opp. seamen, E.Andr. 457, Th.7.67; χ. παρασκευή, opp. ναυτική, Ascl.Tact.1.1; χ. πόλις an inland city, opp. seaport ([etym.] ἐπιθαλαττίδιος), Pl.Lg. 704b; ὁδοὶ χ., opp. voyages, AP11.42 (Crin.), cf. 4.3b.46 (Agath.): travelling by land,βραδὺς καὶ χ. Ἔρως Plu.2.750b
; κῦμα στρατοῦ, opp. a fleet, A.Th.64: neut. pl. as Adv., Arat. 919.II ἡ χερσαῖος, as Subst., = χερσόνησος, Lyc.534.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χερσαῖος
-
17 ἐπι[πολ]άζω
ἐπι[πολ]-άζω, [tense] fut.A- άσω Isoc.5.64
: [tense] pf.ἐπιπεπόλακα Ph.1.365
: < ἐπιπολή>:—to be at the top, come to the surface, float on the surface, ὕλη ἐ. X.Oec.16.14; αἱ ἐγχέλεις οὐκ ἐ. Arist.HA 592a10, cf. 547b22; ἡ ἀτμὶς ἐ. Id.Mete. 341b11; τὸ ἐπιπολάζον, opp. τὸ ὑφιστάμενον, Id.Cael. 312a6: c.dat., ὕδατι ἐ. ib. 311a28; [τὸ ἔλαιον] ἐν τῷ ὕδατι ἐ. Id.Mete. 383b25; of birds, hover over, Theopomp.Hist.76; of food, remain crude in the stomach, Hp.Vict.2.54, Arist.AP0.94b13, Gal.6.433, 15.63.II. metaph., have the upper hand, prevail, [Epich.] 282;Φίλιππος ἐπιπολάζει D.9.25
, cf. Isoc.5.64, 8.107;ἐ. ἐν πᾶσι τοῖς πολιτεύμασιν Plb.30.13.2
.2. to be prevalent, fashionable, current, τοῖς τηλικούτοις.. ὕβρις ἐ. X.Lac.3.2; ; αἱ μάλιστα ἐπιπολάζουσαι [δόξαι] Arist.EN 1095a30; ἐπιπολάζοντος τοῦ γελοίου ib. 1128a12.3. to be common, abound,ὁ χυμὸς ἐπεπόλασεν Hp.Epid.1.15
;οἱ ἐπιπολάζοντες μύες Arist.HA 580b14
; τὴν.. ἄνοιαν ἐ. Alex.45.7 (with play on 1); of habits, Plb.13.3.1, etc.; of poems, Sch.Ar.Th. 169; γένος -άζον τῷ βίῳ abounding in the world, Luc.Icar.29.4. to be `uppish' or insolent, D.H.11.6, App.Mith.75;ἐ. ὑπεροψίᾳ Id.BC3.76
: c. dat. pers., behave insolently to, Plu.2.634c.III. wander over,τὴν Αἴγυπτον Hld.2.25
, cf. 8.8.IV. overflow, of the sea, Luc.Asin.34.2. ἐ. τῇ ῥητορικῇ to be engaged upon it, Id.Rh.Pr.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπι[πολ]άζω
-
18 ἑλειός
-
19 ἰσοσθενής
ἰσοσθεν-ής, ές,A equal in force or power,πενίαν ἰ. πλούτῳ ποιεῖν Democr.284
;ἀδάμαντος ἰ. ἆορ Opp.H.2.466
; μύες τὴν ῥώμην ἰ. Gal.UP7.14; evenly balanced,μάχαι Id.1.364
;διαφωνία S.E.P.1.26
; τὸ ἰ. D.L.9.107. Adv.- νῶς Gal.9.81
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοσθενής
-
20 ὁπλοφάγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁπλοφάγος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μύες — Όργανα με βασική τους ιδιότητα τη συστολή, δηλαδή την ικανότητα να κονταίνουν και, χάρη σ’ αυτή, να προκαλούν κινήσεις των τμημάτων του σώματος στα οποία προσφύονται· εκτός της κινητικής τους δραστηριότητας, οι μ. συμμετέχουν στον μεταβολισμό του … Dictionary of Greek
Μύες — Μῦς mouse masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύες — μύε̄ς , μύω close pres ind act 2nd sg (doric) μύω close imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) μῦς mouse masc nom/voc pl μῦς mouse masc voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακούσιοι ή λείοι μύες — Κατηγορία μυών που σχηματίζουν τα εσωτερικά όργανα και εκτελούν τις φυσικές λειτουργίες … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… … Dictionary of Greek
βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό … Dictionary of Greek
προσαγωγός — ό / προσαγωγός, όν, ΝΑ [προσάγω] νεοελλ. 1. αυτός που πλησιάζει ένα πράγμα προς κάτι άλλο («προσαγωγοί μύες» [ανατ.] μύες που φέρνουν ένα τμήμα τού σώματος προς το μέσο επίπεδο ή προς τον άξονα ενός άκρου και, ειδικότερα, τρεις ισχυροί μύες τού… … Dictionary of Greek
σκαληνός — ή, ό / σκαληνός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ός, Α 1. άνισος, ασύμμετρος, ανισοσκελής 2. φρ. α) «σκαληνό(ν) τρίγωνο(ν)» τρίγωνο που έχει και τις τρεις πλευρές του άνισες β) «σκαληνοί μύες» τρεις μύες τής πλάγιας τραχηλικής χώρας, ο πρόσθιος, ο μέσος και… … Dictionary of Greek