Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χοροῖσι

См. также в других словарях:

  • Χοροῖσι — Χορός dance masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροῖσι — χορός dance masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χοροῖσ' — Χοροῖσι , Χορός dance masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροῖσ' — χοροῖσι , χορός dance masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραγικός — ή, ό / τραγικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ωμάδιος — (I) ία, ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται στους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. άδιος (πρβλ. θνητ άδιος)]. (II) ία, ον, Α 1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου επειδή τού προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) ωμοφάγος 2. πιθ. διονυσιακός,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»