Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χοροῖς

См. также в других словарях:

  • Χοροῖς — Χορός dance masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροῖς — χορός dance masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BACCHANTIA Indumenta — apud Tertullian. de Pallio c. 4. ubi de Empedocle, Si Philosophus in purpura, cur non et in baxea Tyria calcinare! nisi aurum minime Graecatos decet: at quin alius et sericatus et crepidam aeratus incessit: digne quidem, ut bacchantibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CHOREA — nomen saltationem denotans, und eortum, docet Mercurialis: Loca, inquiens, ubi saltationes peragerentur, primo, cum nondum excultae essent, fuêre vici, et plateae publicae; deinde, cum maiorem dignitatem atque ornamentum recepissent, ad… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NEREUS — Ponti, sive Oceani et Tethyos fil. Hesiod. in Theog. v. 233. Νηρέα τ᾿ ἀψευδέα καὶ ἀληςθέα γέινατο Πόντος, Πρεσβύτατον παίδων, αὐτὰρ καλέουσι Γέροντα, Οὕνεκα νημερτής τε καὶ ἤπιος, οὐδὲ ςθεμιςέων Λήςθεται, ἀλλὰ δίκαια, καὶ ἤπεα δήνεα οἶδεν. Illum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επικληρώ — ἐπικληρῶ και δωρ. τ. ἐπικλαρῶ, όω (Α) [επίκληρος] 1. διανέμω κάτι με κλήρο («τὸν ἄρχοντ’ ἐπικληροῡν ὁ νόμος τοῑς χοροῑς τοὺς αὐλητὰς κελεύει», Δημοσθ.) 2. καθορίζω, προσδιορίζω με κλήρο («τῶν δικαστηρίων ἐπικεκληρωμένων», Δημοσθ.) 3. (με απρμφ.)… …   Dictionary of Greek

  • μύστης — ο (ΑΜ μύστης, θηλ. μύστις, ιδος) αυτός που διδάχθηκε την έννοια τών μυστηριακών συμβόλων και τελετουργιών, μυημένος, κατηχημένος, ιεροφάντης νεοελλ. άτομο που κατέχει πλήρως και είναι αφοσιωμένο σε μία επιστήμη ή τέχνη μσν. 1. έμπιστο πρόσωπο,… …   Dictionary of Greek

  • ομονοώ — (ΑΜ ὁμονοῶ, έω) [ομόνους] 1. έχω τις ίδιες σκέψεις και αντιλήψεις και τα ίδια αισθήματα με κάποιον άλλο, συμφωνώ με κάποιον 2. βρίσκομαι σε σύμπνοια, διατηρώ αρμονικές σχέσεις με κάποιον νεοελλ. μσν. 1. μονοιάζω, συμφιλιώνομαι 2. φέρω σε ομόνοια …   Dictionary of Greek

  • προσφθέγγομαι — ΜΑ μιλώ σε κάποιον, προσφωνώ κάποιον αρχ. 1. χαιρετώ 2. ονομάζω, επονομάζω («ἀγγεῑον... μιᾷ κλήσει προσεφθεγγόμεθα», Πλάτ.) 3. ηχώ σε συμφωνία με κάτι, συνοδεύω με τον ήχο μου («οἱ δὲ [αὐλοὶ] ὑπερτέλιοι προσεφθέγγοντο ἀνδρῶν χοροῑς», Πολυδ.).… …   Dictionary of Greek

  • τραγωδικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία ή στον τραγωδό 2. τραγικός («ἦλθες ποθενὴ μὲν τραγωδικοῖς χοροῖς», Αριστοφ.) 3. φρ. «ὀδυνῶμαι τραγῳδικόν» δοκιμάζω τραγική οδύνη (Αριστοφ.). επίρρ... τραγωδικῶς Μ με τραγῳδικό τρόπο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»