Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χεεῖ

См. также в других словарях:

  • χεεῖ — χέω diffuse completely fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) χέω diffuse completely fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέει — χάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) χάω pres ind act 3rd sg (epic ionic) χέω diffuse completely pres ind mp 2nd sg (epic ionic) χέω diffuse completely pres ind act 3rd sg (epic ionic) χέω diffuse completely aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • διαχέει — διαχέω pour different ways pres ind mp 2nd sg (epic ionic) διαχέω pour different ways pres ind act 3rd sg (epic ionic) διαχέω pour different ways pres ind mp 2nd sg (epic ionic) διαχέω pour different ways pres ind act 3rd sg (epic ionic) διαχέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχέει — καταχέω pour down upon pres ind mp 2nd sg (epic ionic) καταχέω pour down upon pres ind act 3rd sg (epic ionic) καταχέω pour down upon pres ind mp 2nd sg (epic ionic) καταχέω pour down upon pres ind act 3rd sg (epic ionic) καταχέω pour down upon… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχέει — ἀχέω 2 pres ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀ̱χέει , ἠχέω sound pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀ̱χέει , ἠχέω sound pres ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυηχής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.) 2. αυτός που παράγει ποικιλία ήχων, πολύφωνος («χοροῦ πολυηχὴς φωνή», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για άνεμο) θορυβώδης 2. (για τραγούδι αηδονιού) αυτός που έχει ποικιλία ήχων,… …   Dictionary of Greek

  • πτόρθος — και πόρθος, ὁ, Α 1. νέος, τρυφερός κλάδος φυτού, βλαστάρι (α. «ἐκ πυκίνης δ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ φύλλων», Ομ. Οδ. β. «πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι», Εύπ.) 2. η βλάστηση, η έκφυση κλώνων («φύλλα δ ἔραζε χέει, πτόρθοιό τε λήγει»,… …   Dictionary of Greek

  • χαμάδις — και δωρ. τ. χαμάνδις Α επίρρ. (επικ. τ.) στο έδαφος, στη γη, χάμω («φύλλα τὰ μὲν τ ἄνεμος χαμάδις χέει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί + επιρρμ. κατάλ. άδις (πρβλ. κρυφ άδις, μιγ άδις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»