-
1 φλοιού
φλοιόςbark: masc gen sgφλοιόωchange into bark: pres imperat mp 2nd sgφλοιόωchange into bark: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
2 φλοιοῦ
φλοιόςbark: masc gen sgφλοιόωchange into bark: pres imperat mp 2nd sgφλοιόωchange into bark: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
3 φλοίου
φλοιόωchange into bark: pres imperat act 2nd sgφλοιόωchange into bark: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
4 κύκλος
Aκύκλα Il.
, etc., v. infr.11.1, 3,9, 111.1:—ring, circle, ὅπποτέ μιν δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν, of the circle which hunters draw round their game, Od.4.792; κ. δέκα χάλκεοι (concentric) circles of brass on a round shield, Il.11.33, cf. 20.280; but ἀσπίδος κύκλον λέγω the round shield itself, A.Th. 489, cf. 496, 591.2 Adverbial usages, κύκλῳ in a circle or ring, round about,κ. ἁπάντῃ Od.8.278
;κ. πάντῃ X.An.3.1.2
;πανταχῇ D.4.9
;τὸ κ. πέδον Pi.O.10(11).46
;κ. περιάγειν Hdt.4.180
;λίμνη.. ἐργασμένη εὖ κ. Id.2.170
;τρέχειν κ. Ar.Th. 662
;περιέπλεον αὐτοὺς κ. Th.2.84
;οἱ κ. βασιλεῖς X.Cyr.7.2.23
; ἡ κ. περιφορά, κίνησις, Pl.Lg. 747a, Alex. Aphr.in Top.218.3: freq. with περί or words compounded there with, round about,κ. πέριξ A.Pers. 368
, 418;περιστῆναι κ. Hdt.1.43
;βωμὸν κ. περιστῆναι A.Fr. 379
;ἀμφιχανὼν κ. S.Ant. 118
(lyr.);περιστεφῆ κ. Id.El. 895
;περισταδὸν κ. E.Andr. 1137
;κ. περιϊέναι Pl.Phd. 72b
, etc.;τοῦ φλοιοῦ περιαιρεθέντος κ. Thphr.HP4.15.1
; so κ. περὶ αὐτήν round about it, Hdt.1.185;περὶ τὰ δώματα κ. Id.2.62
; also κύκλῳ c. acc., withoutπερί, ἐπιστήσαντες κ. σῆμα Id.4.72
;πάντα τὸν τόπον τοῦτον κ. D.4.4
: c.gen.,κ. τοῦ στρατοπέδου X.Cyr.4.5.5
;τὰ κ. τῆς Ἀττικῆς D.18.96
, cf. PFay. 110.7 (i A.D.), etc.: metaph., around or from all sides, S.Ant. 241, etc.; κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχή all over, Pl.Phdr. 251d; τὰ κ. the circumstances, Arist.Rh. 1367b29, EN 1117b2; ἡ κ. ἀπόδειξις, of arguing in a circle, Id.APo. 72b17, cf. APr. 57b18: with Preps.,ἐν κ. S.Aj. 723
, Ph. 356, E.Ba. 653, Ar.V. 432, etc.;ἅπαντες ἐν κ. Id.Eq. 170
, Pl. 679: c. gen., E.HF 926, Th.3.74;κατὰ κύκλον Emp.17.13
.1 wheel, Il.23.340; in which sense the heterocl. pl. κύκλα is mostly used, 5.722, 18.375; τοὺς λίθους ἀνατιθεῖσι ἐπὶ τὰ κύκλα on the janker, IG12.350.47.3 place of assembly, of theἀγορά, ἱερὸς κ. Il.18.504
;ὁ κ. τοῦ Ζηνὸς τὠγοραίου Schwyzer 701
B6 (Erythrae, v B.C.); ἀγορᾶς κ. (cf. κυκλόεις) E.Or. 919; of the amphitheatre, D.C.72.19.b crowd of people standing round, ring or circle of people,κ. τυραννικός S.Aj. 749
; κύκλα χαλκέων ὅπλων, i.e. of armed men, dub. in Id.Fr.210.9, cf. X. Cyr.7.5.41: abs., E.Andr. 1089, X.An.5.7.2 (both pl.), Diph.55.3.4 vault of the sky,ὁ κ. τοῦ οὐρανοῦ Hdt.1.131
, LXX 1 Es.4.34;πυραυγέα κ. αἰθέρος h.Hom.8.6
, cf. E. Ion 1147;ὁ ἄνω κ. S.Ph. 815
;ἐς βάθος κύκλου Ar.Av. 1715
;νυκτὸς αἰανὴς κ. S.Aj. 672
; γαλαξίας κ. the milky way, Placit.2.7.1, al., Poll.4.159; alsoὁ τοῦ γάλακτος κ. Arist. Mete. 345a25
;πολιοῖο γάλακτος κ. Arat.511
.b μέγιστος κ. great circle, Autol.Sph.2, al.;μ. κ. τῶν ἐν τῇ σφαίρᾳ Archim.Sph.Cyl.1.30
, cf. Gem.5.70; κ. ἰσημερινός, θερινός, etc., Ph.1.27;χειμερινός Gem.5.7
, Cleom.1.2; ἀρκτικός, ἀνταρκτικός, Gem.5.2,9;ὁ κ. ὁ τῶν ζῳδίων Arist. Mete. 343a24
; ὁ ὁρίζων κ. the horizon, Id.Cael. 297b34; παράλληλοι κ., of parallels of latitude, Autol.Sph.1: in pl., the zones, Stoic.2.196.5 orb, disk of the sun and moon,ἡλίου κ. A.Pr.91
, Pers. 504, S.Ant. 416; ; μὴ οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου (sc. τῆς σελήνης) Hdt.6.106: in pl., the heavenly bodies, IG14.2012A9 (Sulp. Max.).6 circle or wall round a city, esp. round Athens,ὁ Ἀθηνέων κ. Hdt.1.98
, cf. Th.2.13, etc.;οὐχὶ τὸν κ. τοῦ Πειραιῶς, οὐδὲ τοῦ ἄστεως D.18.300
.8 in pl., eye-balls, eyes, S.OT 1270, Ph. 1354;ὀμμάτων κ. Id.Ant. 974
(lyr.): rarely in sg., eye,ὁ αἰὲν ὁρῶν κ. Διός Id.OC 704
(lyr.).9 οἱ κ. τοῦ προσώπου cheeks, Hp.Morb.2.50;κύκλα παρειῆς Nonn.D.33.190
, 37.412; but κύκλος μαζοῦ, poet. for μαζός, is f.l. in Tryph.34.11 cycle or collection of legends or poems, ([place name] Crete); esp. of the Epic cycle,ὁ ἐπικὸς κ. Ath. 7.277e
, Procl. ap. Phot.Bibl.p.319 B., cf. Arist.Rh. 1417a15; of the corpus of legends compiled by Dionysius Scytobrachion, Ath.11.481e, cf. Sch. Od.2.120; κ. ἐπιγραμμάτων Suid.s.v. Ἀγαθίας; cf.κυκλικός 11
.III circular motion, orbit of the heavenly bodies,κύκλον ἰέναι Pl.Ti. 38d
;οὐρανὸς.. μιᾷ περιαγωγῇ καὶ κύκλῳ συναναχορεύει τούτοις Arist.Mu. 391b18
; revolution of the seasons,ἐνιαυτοῦ κ. E.Or. 1645
, Ph. 477; τὸν ἐνιαύσιον κ. the yearly cycle, ib. 544;ἑπτὰ.. ἐτῶν κ. Id.Hel. 112
; μυρία κύκλα ζώειν, i.e. years, AP7.575 (Leont.): hence κ. τῶν ἀνθρωπηΐων ἐστὶ πρηγμάτων human affairs revolve in cycles, Hdt.1.207;φασὶ.. κύκλον εἶναι τὰ ἀνθρώπινα πράγματα Arist.Ph. 223b24
, al.;κ. κακῶν D.C.44.29
; κύκλου ἐξέπταν, i.e. from the cycle of rebirths, Orph.Fr. 32c.6.2 circular dance (cf. κύκλιος), χωρεῖτε νῦν ἱερὸν ἀνὰ κ. Ar.Ra. 445
, cf. Simon.148.9, E.Alc. 449 (lyr.).3 in Rhet., a rounded period,περιόδου κύκλος D.H.Comp.19
, cf. 22, 23.b period which begins and ends with the same word, Hermog.Inv.4.8. -
5 περιαίρεσις
A stripping off,φλοιοῦ Thphr.CP5.17.1
, cf. Epicur.Ep.1p.15U.; removal, extirpation, Antyll. ap. Orib.44.8.26, Gal.1.173; excision, Id.10.887.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαίρεσις
-
6 φλοιός
A bark of trees, esp. smooth bark (such as one can cut one's name on, Theoc.18.47, Call.Fr. 101), Il.1.237, Emp.81, Hdt.4.67, X.Cyn.9.18, Thphr.HP1.5.2, Sor.1.62; eaten in famine, Plb.7.1.3, Plu.Ant.17: pl., Call.l.c., Str.11.8.7, 15.1.60.4 metaph., of superficial or useless coverings, redundancy, ὁ Λακωνικὸςλόγος οὐκ ἔχει φλοιόν Plu.2.510f
; φωνὴν.. φλοιοῦ μεστήν Crantorap. D.L.4.27; γυμνὸς τῶν φλοιῶν stripped of all outsides, M.Ant.12.2, 8;περὶ τὸν φ. ἀσχολεῖσθαι Luc.Herm.79
. -
7 ὑπόφυσις
2 growth by way of substitution, θατέρου [ φλοιοῦ] Thphr.HP4.15.1;καθ' ὑπόφυσιν αὔξονται [οἱ ὄνυχες], καθάπερ αἱ τρίχες Gal.2.337
.3 sucker, EM784.28, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόφυσις
-
8 βρόχος
Grammatical information: m.Meaning: `noose, slip-knot' (Od.).Other forms: βρυγχός βρόχος H.Derivatives: βροχίς `id.' (AP)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: One connects μόροττον ἐκ φλοιοῦ πλέγμα τι, ᾦ ἔτυπτον ἀλλήλους τοῖς Δημητρίοις H., but it is uncertain whether the noose was made of bark (on the word Fur. 341). One has compared Slavic words, e. g. OCS mrěža `net, noose', Serb. mrȅža `Netz' (\< PIE *merǝghi̯ā?), further Latv. mer̂ga, mar̂ga `balustrade(?)', Lith. márška `net' (* morǝgh-skā?); see Vasmer Russ. et. Wb. 2, 119. - If the gloss on βρυγχός, which has not been earlier observed, is reliable, the prenasalization shows Pre-Greek. - Not to βρέχω, nor to μέρμις.Page in Frisk: 1,272Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρόχος
-
9 λοφνίς
λοφνίς, - ίδοςGrammatical information: f.Derivatives: λοφνίδια λαμπάδια H.; also λοφνία f. `id.' (Anon. ap. Ath. 15, 699 d; Kaibel λοφνίδα); cf. Scheller Oxytonierung 56.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation in - ίς or - ία from *λόφνος, - νη. Because of the description in Ath. την ἐκ τοῦ φλοιοῦ ( τῆς ἀμπέλου) λαμπάδα prob. with Bq a. o. from *λοπ-σν-ο-, -ᾱ to λέπω `peel', λοπός `shell, bark'; the σν-suffix also in λύχνος with comparable meaning (cf. Schwyzer 327); possible but rather improbable. - After Osthoff MU 6, 64 to λάμπω (with Lith. lópe `torch, light' a. o.), s. v.; by WP. 2, 383 rightly rejected.Page in Frisk: 2,139Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λοφνίς
-
10 μόροττον
Grammatical information: n.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: See Nilsson, Griechische Feste 323 n. 3. Fur. 341 connects Calabr. marrotta. A Pre-Greek word is probable (Chantraine).Page in Frisk: 2,256Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μόροττον
См. также в других словарях:
φλοιοῦ — φλοιός bark masc gen sg φλοιόω change into bark pres imperat mp 2nd sg φλοιόω change into bark imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοίου — φλοιόω change into bark pres imperat act 2nd sg φλοιόω change into bark imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ … Dictionary of Greek
ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… … Dictionary of Greek
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek