-
1 φλόγ'
φλόγα, φλόξflame: fem acc sgφλόγε, φλόξflame: fem nom /voc /acc dual -
2 φλογιά
-
3 φλόγεος
2 burning, flaming,πυρὸς αὐγαί E.Hec. 1104
(lyr.);φλογέας δαλοῖσι χέρας Id.Tr. 1257
(lyr.); (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλόγεος
-
4 φλογερός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογερός
-
5 φλογερῶνυξ
A with fiery hoofs, Jo.Gaz.Ecphr.2.187.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογερῶνυξ
-
6 φλογετός
φλογ-ετός, ὁ,A burning, heat, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογετός
-
7 φλογιάω
A become inflamed and red, Hp.Morb.2.66, Morb.Sacr.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογιάω
-
8 φλογίδιον
φλογ-ίδιον, τό, in pl.,A = αἱ κεγχρίδες δι' ἐλαίου σκευαζόμεναι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογίδιον
-
9 φλογίζω
A :— = φλέγω, set on fire, burn, S.Ph. 1199 (anap.), LXX l.c., al.: singe, Sch.Ar.Eq. 1233:—[voice] Pass., to be set on fire, blaze, flame,φλογιζόμενον ἅλιον S.Tr.95
(lyr.): to be burnt up, consumed, Arist.Mu. 397a29: metaph., of the tongue, Ep.Jac.3.6 ([voice] Act. and [voice] Pass.).II intr., burn, blaze, LXXEx.9.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογίζω
-
10 φλογικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογικός
-
11 φλόγινος
A flaming, fiery, ; of colour, D.S.2.52, POxy.1739.5 (ii/iii A. D.): τὰ φλόγινα (sc. ἱμάτια) flame-coloured garments, Phylarch.41J., Ael.VH9.3.II φ., τό (perh. sc. ἴον), wallflower, Cheiranthus Cheiri, Thphr. HP6.8.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλόγινος
-
12 φλογίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογίον
-
13 φλόγιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλόγιος
-
14 φλόγισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλόγισμα
-
15 φλογισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογισμός
-
16 φλογιστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογιστός
-
17 φλογίστρα
φλογ-ίστρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογίστρα
-
18 φλογίς
A piece of broiled flesh, Poll.6.55, Hsch.; ταύρου.. φλογίδες beef-steaks, Archipp.11 (lyr.);κάπρου φλογίδες Stratt.11
(lyr.). -
19 φλογίτης
A the carbuncle, Solin.37.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογίτης
-
20 φλογμός
φλογ-μός, ὁ,A flame, blaze, as of lightning,πυρὸς φ. ὁ Διός E. Supp. 831
(lyr.), cf. 1019 (lyr.), Hec. 474 (lyr.), f.l. in Hel. 1162 (lyr.); fiery heat, A.Eu. 940 (lyr.); of burning lava, Arist.Mu. 400b4: of the funeral pyre, prob. in Supp.Epigr.4.719 ([place name] Bithynia); pl., Eratosth. ap. Sch.Il.18.468.b fire, Ph.1.118.2 inflammation, Hipp.VM19, VC15, al.; feverish heat, Luc.Peregr.44.3 metaph., heat of passion, Ph.1.166, 238.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φλογμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φλόγ' — φλόγα , φλόξ flame fem acc sg φλόγε , φλόξ flame fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογιφόρος — ον, Μ φλογοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + φόρος*, πιθ. μέσω ενός θ. φλογι , στο οποίο οδηγούν πιθ. οι τ. φλογ ι ά*, φλογ ί ς*, φλόγ ι νος*] … Dictionary of Greek
ιβύκινον — ἰβύκινον, τὸ (Α) μουσικό όργανο που πήρε την ονομασία του από τον ποιητή Ίβυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ίβυκος + κατάλ. ινον (πρβλ. ρόδ ινον, φλόγ ινον)] … Dictionary of Greek
καχρυόεις — καχρυόεις, εσσα, εν (Α) όμοιος με φρυγμένο κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + επίθ. όεις (πρβλ. αστερ όεις, φλογ όεις)] … Dictionary of Greek
σιγερός — όν, Μ σιωπηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + επίθημα ερός (πρβλ. φλογ ερός)] … Dictionary of Greek
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek
φλογίζω — ΝΜΑ 1. περιβάλλω κάτι με φλόγες, βάζω φωτιά, καίω 2. πυρακτώνω, πυρώνω (α. «τού φλογισμένου απείρου», Μαλακ. β. «ἐφλογίσθη μεν, οὐκ ἐκάη δέ», Αχμ. Ονειροκρ.) νεοελλ. 1. επιφέρω φλόγωση, προκαλώ φλεγμονή 2. παθ. φλογίζομαι α) (για την επιδερμίδα)… … Dictionary of Greek
φλογιά — και ιων. τ. φλογιή, ἡ, Α (ποιητ. τ.) φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. ιά / ιή (πρβλ. τροχ ιά). Ο τ. καθώς και ορισμένα άλλα παρ. (πρβλ. φλόγινος, φλογίς) οδηγούν πιθ. σε μια μορφή θ. φλογ ι ] … Dictionary of Greek
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek
φλόγινος — η, ο / φλόγινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α αυτός που έχει το χρώμα ή την όψη τής φλόγας, πυρώδης νεοελλ. αυτός που αποτελείται από φλόγες, πύρινος («φλόγινες γλώσσες έβγαιναν από το καιόμενο σπίτι») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ φλόγινον το χρώμα τής … Dictionary of Greek
χιονωπός — όν, ΜΑ 1. αυτός που μοιάζει με χιόνι 2. χιονοφεγγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. ωπός* (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. σκυθρ ωπός, φλογ ωπός] … Dictionary of Greek