Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φέρειν

  • 41 ὑπό

    ὑπό [pron. full] [ῠ], Prep. with gen., dat., and acc.: [dialect] Aeol. [full] ὐπά Alc.39; [dialect] Boeot. [full] ὑπά
    A

    Ἀρχ.Δελτ. 14

    Pl. ii 19 (Thespiae, iii B.C.); [dialect] Ion. ηυπύ only in IG 14.871 (Cumae, v B.C.); Arc. [full] ὁπύ Schwyzer 664.15,21 (Orchom.Arc., iv B.C.); in [dialect] Ep. [full] ὑπαί (also B. 12.139): this is found in Hom. only six times as a well-attested reading (

    ὑ. πόδα Il.2.824

    ,

    ὑ. δέ 3.217

    , 11.417, 12.149,

    ὑ. δείους 10.376

    , 15.4); elsewh. (before λ ν ρ ϝ ) it is weakly attested as v. l. for ὑπὸ ([etym.] ?ὑπόX ¯ ), e.g. ποσσὶ δ' ὑπὸ (v.l. ὑπαὶ)

    λιπαροῖσι Il.2.44

    , al.; but ὑπαὶ νεφέων is given by most codd. in Il.15.625, 16.375 (v. Allen ed. maj.), and

    ὑπαὶ νεφέεσσι Anon.

    ap. Plu.2.38e; also in compds.,

    ὑπαιδείδοικα h.Merc. 165

    , ὑπαιφοινίσσω (q. v.); it is not freq. in Trag. Poets, A.Ag. 892, 944, 1164 (lyr.), Eu. 417, S.El. 711, 1418 (lyr.), Inach. in PTeb. 692 ii5 (lyr.), E.El. 1188 (lyr.), Ar. Ach. 970 (paratrag.). (With ὑπό ([etym.] ὕπο) cf. Skt. úpa 'towards, near to, etc.', Goth. uf 'under'.)
    A WITH GENITIVE,
    I of Place, with Verbs of motion, from under, αὖτις ἀναστήσονται ὑ. ζόφου they will rise again from under the gloom, Il.21.56;

    ὑ. χθονὸς ἧκε φόωσδε Hes.Th. 669

    ;

    ῥέει κρήνη ὑ. σπείους Od.9.141

    , cf. Pl.Phdr. 230b;

    ὄσσε δεινὸν ὑ. βλεφάρων ἐξεφάανθεν Il.19.17

    ; ἐσιδόντες ὑπαὶ χειμῶνος αἴγλαν from under the storm-cloud, B.12.139; esp. of rescuing from under another's power, after the Verbs ἐρύεσθαι, ἁρπάζειν, ῥύεσθαι, ἐρύειν, Il.9.248, 13.198, 17.224, 235;

    ἤγαγεν ὑμέτερόνδ' ἀνδροκτασίης ὕ. λυγρῆς

    from the consequences of,

    23.86

    ; also ἵππους μὲν λῦσαν ὑ. ζυγοῦ from under the yoke, 8.543, Od.4.39; ὑπ' ἀρνειοῦ λυόμην I loosed myself from under the ram, 9.463; σπλάγχνων ὕπο ματέρος μόλεν, i.e. was born, Pi.N.1.35, cf. O.6.43; rarely in Trag.,

    ὑ. πτερῶν σπάσας E.Andr. 441

    ;

    περᾷ γὰρ ἥδ' ὑ. σκηνῆς πόδα Id.Hec.53

    ; once in Hdt.,

    τὰς δέ οἱ ἵππους ὑ. τοῦ ἅρματος νεμομένας ἀφανισθῆναι 4.8

    ;

    αἴ τις ὑ. τῶν νομίων τῶν ἐπιϝοικων ἀνχωρέῃ SIG47.27

    (Locris, v B.C.); cf. ὑπέκ.
    2 of the object under which a thing is or is placed, under, beneath, with collat. sense of motion, as μοχλὸν ὑ. σποδοῦ ἤλασα πολλῆς thrust it in under the embers, Od. 9.375;

    ὑ. στέρνοιο τυχήσας Il.4.106

    ;

    τοὺς μὲν ὑ. χθονὸς εὐρυοδείης πέμψαν Hes.Th. 717

    : also without the sense of motion,

    ὑπ' ἀνθερεῶνος ὀχεὺς τέτατο Il.3.372

    ;

    βάθιστον ὑ. χθονός ἐστι βέρεθρον 8.14

    ;

    ἐτέθαπτο ὑ. χθονός Od.11.52

    ;

    κεκευθὼς πολεμίας ὑ. χθονός A.Th. 588

    ;

    ὑπ' ἀγκῶνος βέλη Pi.O.2.83

    ;

    νέρθεν ὑπ' ἐγκεφάλοιο Il.16.347

    ;

    τὰ ὑ. γῆς δικαιωτήρια Pl.Phdr. 249a

    ;

    δεξιὰν ὑφ' εἵματος κρύπτειν E.Hec. 342

    ; φέρειν ζώνης ὕπο ib. 762: Thom.Mag.p.375 R. says that ὑ. = under takes gen. in [dialect] Att., acc. in 'Hellenic' Greek; κατακρύψας ὑ. κόπρου, which is v.l. in Od.9.329 for ὑ. κόπρῳ, is called by Eust.1631.36 Ἀττικώτερον, ὁποῖον καὶ τὸ φέρειν τι ὑ. κόλπου ἢ ὑ. μάλης (v. κόλπος, μάλη); but in [dialect] Att. Prose, Hdt., and the Koine ὑ. c. gen. in signfs. 1.1, 2 is almost limited to these and a few other phrases, esp. ὑ. γῆς; it is not found at all in Th., LXX, Ptolemaic papyri, and NT; X. has ὑ. ἁμάξης ( = from under) An.6.4.22,25; the Orators have only ὑ. μάλης, Lys.Fr.54, D.29.12; ὑ. γῆς is found in Pl.Ap. 18b, Mx. 246d, R. 414d, al., Arist.Mete. 352b6, al., Hipparch.2.2.45, Plb.18.18.10 ([etym.] ὑ. τῆς γῆς), 21.28.3,10.
    II of Cause or Agency, freq. with pass. Verbs, and with intr. Verbs in pass. sense,

    μή πως τάχ' ὑπ' αὐτοῦ δουρὶ δαμήῃς Il.3.436

    , cf. 4.479;

    ἡνιόχοιο ἐν κονίῃσι πεσόντος ὑφ' Ἕκτορος 17.428

    ; εὖτ' ἂν πολλοὶ ὑφ' Ἕκτορος θνῂσκοντες πίπτωσι 1.242;

    τὸν.. τοκέα ὑ. τοῦ.. παιδὸς ἀποθνῄσκειν Hdt.1.137

    ;

    οἵαις ὑπ' αὐτοῦ πημοναῖσι κάμπτομαι A.Pr. 308

    , cf. Th.7, al.;

    πέλεκυς.. ὅς τ' εἶσιν διὰ δουρὸς ὑπ' ἀνέρος Il.3.61

    ;

    ὑπ' Ἀχαιῶν.. φοβέοντο.. ἀπὸ νηῶν 16.303

    ;

    πάσχειν δὲ κακῶς ἐχθρὸν ὑπ' ἐχθρῶν A.Pr. 1042

    (anap.);

    ὑ. τοῦ Μήδου δεινότερα τούτων πάσχοντες Th.1.77

    ;

    ἐκπεσόντες ὑ. τοῦ πλήθους Id.4.66

    ;

    ἀναστάτων Καμαριναίων γενομένων ὑ. Συρακοσίων Id.6.5

    ;

    ὑφ' ὑμῶν αὐτῶν καὶ μὴ ὑ. τῶν πολεμίων τοῦτο παθεῖν Id.4.64

    ; κλύοντές ἐσμεν αἰσχίστους λόγους.. τοῦδ' ὑπ' ἀνδρὸς ἀρτίως we have been called shameful names by.., S.Aj. 1321; κακῶς ὑ. τῶν πολιτῶν ἀκούειν to be ill spoken of by.., Isoc.4.77, cf. Pl.Hp.Ma. 304e, X.An. 7.7.23; of a subordinate agent, ὑ. κήρυκος προαγορεύειν, ἀπειπεῖν κηρύκων ὕπο, Hdt.9.98, E.Alc. 737, cf. Th.6.32;

    ἐμῶν ὑπ' ἀγγέλων.. πορεύεται S.Tr. 391

    ;

    ὑ. ἀγγέλων πέμπων Pl.Phlb. 66a

    : sts. with a verbal Subst., τὸ ὑ. νόμου ἐπίταγμα (i. e. ἐπιταττόμενον) Id.R. 359a;

    ἐκφορὰ φίλων ὕπο A.Th. 1029

    ;

    ἡ ὑπ' ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσις X. Mem.2.1.34

    ;

    ἡ ὑ. πάντων τιμή Id.Cyr.3.3.2

    ;

    Ἥρας δεσμοὶ ὑ. ὑέος Pl. R. 378d

    ; so ἄτρωτον ἦν ὑ. στύγους ( = οὐ τετρωμένον) prob. in A.Ch. 532.
    2 also in pregnant phrases, not only of the immediate act of the agent, but also of its further result, ὅθ' ὑ. λιγέων ἀνέμων σπέρχωσιν ἄελλαι hasten driven on by them, Il.13.334; ὑφ' Ἕκτορος.. φεύγοντες fleeing before him, 18.149,

    χάσσονται ὑπ' ἔγχεος 13.153

    , cf. 7.64, 11.119, 424, Od.5.320, 7.263, al.;

    πράγματα εἶχον ὑ. λῃστῶν X.HG5.1.5

    ; ἔπαινον, αἰτίαν ἔχειν ὑ. τινῶν, Hdt.9.78, A.Eu.99;

    οὐκέτι ἀποχωρεῖν οἷόν τ' ἦν ὑ. τῶν ἱππέων Th.7.78

    , cf. Ar.V. 1084.
    3 freq. of things as well as persons,

    ὡς διάκειμαι ὑ. τῆς νόσου Th.7.77

    ;

    κεῖμαι νούσου ὕ. στυγερᾶς IG42(1).125.8

    (Epid., iii B.C.);

    χαλεπῶς ἔχειν ὑ. τραυμάτων Pl.Tht. 142b

    ;

    ὑ. δόρατος πλαγείς IG42(1).122.64

    (Epid., iv B.C.); ὑ. ἔχιος φῦμα ib.123.4 (ibid., iv B.C.); ἰάθη ὑ. ὄφιος ib.121.113 (ibid., iv B.C.);

    κατεσκεύασαν τὰς πύλας κλείεσθαι ὑ. σφύρας τε μεγάλης καὶ κτύπου παμμεγέθους γιγνομένου Aen.Tact.20.4

    : of the agency of feelings, passions, etc.,

    ἀνόρουσ' ὑ. χάρματος h.Cer. 371

    ; ἐνδακρύειν, ἀνολολύξαι χαρᾶς ὕπο, A.Ag. 541, 587;

    μαίνεται.. ὑφ' ἡδονῆς S.El. 1153

    ;

    χλωρὸς ὑπαὶ δείους Il.10.376

    ;

    ὑ. δέους ἔρρηξε φωνήν Hdt.1.85

    , cf. Th.6.33;

    οὐ δυνατὸν τὸν δῆμον ἐσόμενον ὑ. τῶν κακῶν καρτερεῖν Id.4.66

    ;

    ὑ. κακοῦ ἀγρυπνίῃσι εἴχετο Hdt.3.129

    ;

    ὑπ' ἄλγους A.Eu. 183

    ;

    ὑπ' ὀργῆς Ar.V. 1083

    ;

    ὑ. λύπης S.OT 1073

    : hence ὑπό is used even with active Verbs, where a passive word may be supplied, e.g. ὑ. ἀρετῆς καὶ προθυμίης συνεπλήρουν τὰς νέας from courage, i. e. impelled by courage, Hdt.8.1;

    ὤρυσσον ὑ. μαστίγων Id.7.22

    , cf. 56; οὐδὲ σέ γε δόλος ἔσχ' ὑ. χειρὸς ἐμᾶς by my agency, S.Ph. 1118 (lyr.); αἰ μήτις αὐτὸς δοίη, μὴ ὑπ' ἀνάγκας not under compulsion, GDI5128.5 ([place name] Vaxos).
    4 ὑπό freq. serves to denote the attendant or accompanying circumstances,

    νέφος ἐρχόμενον κατὰ πόντον ὑ. Ζεφύροιο ἰωῆς Il.4.276

    , cf. 16.591, etc.: sts. with part. added, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ' Ἀχαιῶν at their shouting, i.e. when they shouted, 2.334, 16.277;

    ἴαχε σάλπιγξ ἄστυ περιπλομένων δηΐων ὕ. 18.220

    .
    5 of accompanying music, to give the time,

    κώμαζον ὑπ' αὐλοῦ Hes.Sc. 281

    , cf. 278;

    ᾄδων ὑπ' αὐλητῆρος Archil.123

    , cf. Thgn.825, Charon Fr.9;

    πίνειν ὑ. σάλπιγγος Ar.Ach. 1001

    : generally, of anything attendant, δαΐδων ὕ. λαμπομενάων ἠγίνεον by torchlight, Il.18.492, cf. E.Hel. 639 (lyr.), Ion 1474 (lyr.);

    καταθάψομεν.. ὑ. κλαυθμῶν A.Ag. 1554

    (anap.);

    ὑπ' εὐκλείας θανεῖν E.Hipp. 1299

    ;

    εἴσειμ' ὑπαὶ πτερύγων κιχλᾶν καὶ κοψίχων Ar.Ach. 970

    ; ὑπ' εὐφήμου βοῆς θῦσαι offer a sacrifice accompanied by it, S.El. 630; ὑ. φανοῦ πορεύεσθαι by lantern-light, X.Lac.5.7; ὑ. πομπῆς ἐξάγειν τινά in or with solemn procession, Hdt.2.45, cf. Ar.Th. 1030; ὑ. βίης βήξας coughing with violence, violently, Hdt.6.107; ἐτόξευον ὑ. μαστίγων, i.e. they shot and lashed, X.An.3.4.25: v. infr. B. 11.4, C. IV. 1.
    6 ὑ. Ἑλλανοδικᾶν, = ἐπί c. gen., SIG171 (Olympia, iv B.C.).
    7 Math., ἡ ὑ. ΘΔΗ the angle ΘΔΗ ( = ἡ ὑ. τῶν ΘΔ, ΔΗ περιεχομένη γωνία), Procl. Hyp.2.26; but also τὸ ὑ. τῶν ΑΓ, ΓΒ the rectangle contained by ΑΓ, ΓΒ, = ΑΓ χ ΓΒ, Euc.2.4.
    8 ναῦλον ὄνων γ εἰς τὴν πόλιν ὑ. οἴνου laden with wine, Pap. in Hermes 28.163 (ii A.D.), cf. ib.479, and infr. C. IV. 2.
    B WITH DATIVE (esp. in Poets, never in LXX (Jb.12.5 is dub. l.) or NT, not common in Arist., Ptolemaic papyri, or Plb.), of Position under,

    ὑ. ποσσί Il.2.784

    , al.; ὑ. πλατανίστῳ ib. 307, cf. 18.558; ὑ. Τμώλῳ at its foot, 2.866, cf. Od.1.186;

    Βερύσιοι ὑ. τῇ Ἴδῃ IG12.191.11

    , cf. 373.118, al.;

    ὑ. τῇ ἀκροπόλι Hdt.6.105

    ; τῶν θανόντων ὑπ' Ἰλίῳ under its walls, E.Hec. 764, cf. A.Ag. 860;

    πέτρῃ ὕ. γλαφυρῇ εὗδον, Βορέω ὑπ' ἰωγῇ Od.14.533

    ;

    ὑ. τοῖς ὄρεσιν ἔχειν τὰς πηγάς Arist.Mete. 350b27

    ;

    ὑ. πέτρᾳ παῖς IG42(1).122.19

    (Epid., iv B.C.); ὑ. τῷ ναῷ ἀστραγαλίζοντος αὐτοῦ ib.121.25 (ibid., iv B.C.); ηυπὺ τῇ κλίνῃ τούτῃ ληνὸς (or Λῆνος) ηύπυ ib.14.871 (Cumae, v B.C.);

    στρουθοὶ ὑ. τῇ τραπέζῃ Michel 832.33

    (Samos, iv B.C.);

    ὑ. τῇ μασχάλῃ Hp.Art.11

    ;

    χέλυν δ' ὑ. μασχάλῃ εἶχεν h.Merc. 242

    ;

    ὑ. ταῖς μασχάλαις Arist.PA 688b5

    ,14; ὁ ὑ. τῇ γῇ ἀήρ under the earth, Id.Cael. 295a28; ἐὰν ὑ. σοὶ κατακλινῇ lies next below you, Pl.Smp. 222e; ὑφ' ἅρμασι under, i.e. yoked to, the chariot, Il.8.402, 18.244;

    εἶχε μάχαιραν ὑφ' αὑτῷ παρεσκευασμένος Plb.8.20.6

    codd., cf. POxy. 1800 Fr.2.36 (Vit.Aesop.);

    ὑ. τοῖς χιτωνίσκοις περιζώματα φοροῦσιν Plb.12.26a

    .4, cf. 13.7.9; τά τε θηρία καὶ τὰς ὑπ' αὐτοῖς σχεδίας under them, on which they stood, Id.3.46.8;

    τῆς γῆς τῆς ὑ. τῷ κόσμῳ κειμένης Timae.

    ap. eund.12.25.7;

    οἱ ὑ. τῇ ἄρκτῳ, τῇ μεσημβρία, οἰκοῦντες Adam.2.31

    , cf. Arist.Pr. 940a37, Phgn. 806b16;

    ὑ. τῷ μετώπῳ ὀφρύες Id.HA 491b14

    ;

    ὑ. τῷ γενείῳ Plb.34.10.9

    ;

    τὰ ὑ. τοῖς ὕδασι καὶ ὑμέσι καὶ ὑέλοις Hero

    *Deff.135.12;

    ὑ. τῷ δέρματι Gal. 18(2).102

    .
    2 with Verbs of motion, where rest or position follows, εἷσαν ὑ. φηγῷ set [him] down under it, Il.5.693;

    ἔζευξαν ὑφ' ἅρμασιν.. ἵππους Od.3.478

    , cf. Il.24.782;

    ὑ. δ' ἄξοσι.. ἔπιπτον 16.378

    , cf. X.Cyr.7.1.37;

    δέμνι' ὑπ' αἰθούσῃ θέμεναι Il.24.644

    .
    3 in such phrases as ὑ. χερσί τινος ἁλῶναι, δαμῆναι, 2.374, 860, al.;

    ἐμῇς ὑ. χερσὶ δάμασσον 3.352

    ;

    ὑ. δουρὶ δαμῆναι 5.653

    , etc.;

    ἔκπεσον ἵππων Ἀτρεΐδεω ὑ. χερσί 11.180

    ;

    ὤλετο.. ὑ. γαμφηλῇσι λέοντος 16.489

    ;

    πέπληγμαι δ' ὑπαὶ δάκει φοινίῳ A.Ag. 1164

    (lyr.);

    ἐν κονίῃσι πέσοιεν ὑπ' ἀνδράσι Il.6.453

    ;

    ὑ. τινὶ κτείνεσθαι 16.490

    .
    4 behind,

    ὑ. φάλαγγι Ascl.Tact.6.1

    ; under the cover or protection of,

    ὑ. τούτῳ τῷ φράγματι τοὺς ὑπορύσσοντας εἶναι Aen.Tact.37.9

    ;

    ὑ. ταῖς αὑτῶν ἀσφαλείαις Plb. 1.57.8

    , 4.12.10, 16.6.1.
    II of the person under whose hand, power, or influence, or the thing by or through which a thing is done, ὑπ' Ἀργείοισι φέβοντο fled before them, Il.11.121; freq. in Hom. with intr. or pass. Verbs,

    ἐφόβηθεν ὑφ' Ἕκτορι Il.15.637

    ;

    ὁρμηθέντες ὑ. πληγῇσιν ἱμάσθλης Od.13.82

    ;

    βῆ.. θεῶν ὑ. πομπῇ Il.6.171

    ;

    ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὕπο 23.215

    ;

    ὑ. λαίλαπι βέβριθε χθών 16.384

    ; τεκεῖν, τεκέσθαι ὑ. τινί, 2.714, 728, 742;

    ἀτῆθαι ὑ. τῷ μεμφομένῳ GDI4994.8

    ([place name] Crete);

    ὁ χρησμὸς ὁ γεγονὼς ὑ. τοῖ Ἀπόλλωνι Inscr.Magn.38.5

    , cf. 12,31,52.
    2 expressing subjection or dependence, ὑ. τινί under one's power,

    δέδμητο δὲ λαὸς ὑπ' αὐτῷ Od.3.305

    , cf. Il.9.156;

    ὑπ' ἀνδράσιν οἶκον ἔχουσιν Od. 7.68

    ; εἶναι ὑ. τισί to be subordinate, subject to them, Th.1.32; ὑ. Χείρωνι τεθραμμένος under the eye of.., Pl.R. 391c; ἔχειν ὑφ' ἑαυτῷ have under one, at one's command, X.Cyr.2.1.26;

    τὰ θηρία τὰ ὑ. τοῖς ἀνθρώποις Pl.R. 563c

    ;

    ὑ. τινὶ στρατεύσασθαι Plu.Cic.44

    : in pregnant sense,

    ἵνα.. πάντα ὑ. Πέρσῃσι γένηται Hdt.7.11

    , cf. Th.7.64;

    ὑπ' ἑωυτῷ ποιήσασθαι Hdt.7.157

    ;

    κινδυνεύσαιμ' ἂν ὑ. τῇ δυσχερεστάτῃ γενέσθαι τύχῃ Lys.24.6

    ;

    ὑ. τῷ Μακεδόνι ταττομένων Plb.18.11.4

    ;

    τοὺς τραφέντας ὑ. τούτοις Id.6.7.2

    .
    3 of the subordination of things coming under a class,

    αἱ ὑ. ταῖς τέχναις ἐργασίαι Pl.Smp. 205c

    ;

    τὸ ὑ. ταῖς γεωμετρίαις Id.R. 511b

    ;

    ὄργανα.. τὰ ὑ. τῇ μουσικῇ Id.Hp.Ma. 295d

    .
    4 as in A. 11.5, ὑπ' αὐλητῆρι πρόσθ' ἔκιον advanced to the music of the flute-player, Hes.Sc. 283; ὑπ' αὐλῷ, ὑ. κήρυκι καὶ θεολόγῳ, Luc.DDeor.2.2, Alex.19;

    ὑ. μάστιξι διορύττειν τὸν Ἄθω Plu.2.470e

    : generally, of attendant circumstances,

    ἐξ ἁλὸς εἶσι.. πνοιῇ ὕπο Ζεφύροιο Od.4.402

    ; ὑ. ῥάβδοις καὶ πελέκεσι κατιών escorted by the lictors, Plu.Publ.10; ὑ. σκότῳ, νυκτί, A.Ag. 1030 (lyr.), A.R. 1.1022, etc.;

    λάμπει δ' ὑ. μαρμαρυγαῖς ὁ χρυσός B.3.17

    ;

    αἰθομένα δᾲς ὑ. ξανθαἵσι πεύκαις Pi.Fr.79

    ;

    ὑ. φωτὶ πολλῷ προσῄει Plu.Galb.14

    ;

    ὑ. λαμπάσιν ἡμμέναις Hld.10.41

    ; ὑ. πολλῷ στρατῷ escorted by a great host, Nic.Dam.10J.;

    ὑ. δικαιοσύνῃ διαγαγεῖν τὸν βίον Pl.Ep. 335d

    .— ὑπό has no sense c. dat. which it has not also c. gen.; but all its senses c. gen. do not belong to the dat.:—later ὑπό c. dat. is found as a mere periphr. of the dat.,

    στέφος.. αὐτὸς ὑφ' ἡμετέραις πλεξάμενος παλάμαις AP5.73

    (Rufin.), cf. 85 (Claudian.);

    λέων ὑπ' ἄκοντι τετυμμένος A.R.2.26

    , cf. Man.2.131.
    C WITH ACCUSATIVE, of Place; to express motion towards and under an object, ὑ. σπέος ἤλασε μῆλα drove them under, i.e. into, the cave, Il.4.279;

    ὑ. ζυγὸν ἤγαγεν Od.3.383

    ; σεῦ ὕστερος εἶμ' ὑ. γαῖαν, i.e. shall die, Il.18.333;

    νέεσθαι ὑ. ζόφον 23.51

    , cf. Od.3.335; κατακρύπτειν τινὰ ὑ. τὴν αὐτὴν θύρην under shelter of it, i.e. behind it, Hdt.1.12;

    πάϊς ὣς ὑ. μητέρα δύσκεν εἰς Αἴαντα Il.8.271

    ;

    ὅκως ἔωσι ὑ. τὸν πεζὸν στρατὸν τὸν σφέτερον Hdt.9.96

    ;

    ὑ. τὸν πρῶτον λόχον τῶν ὁπλιτῶν τὸν πρῶτον λόχον τῶν ψιλῶν τετάχθαι Ael.Tact.15.2

    ; of coming close up under a lofty citadel, ἤλθεθ' ὑ. Τροίην up to T., Od.4.146;

    ὅτ' ἔμελλεν ὑ. πτόλιν αἰπύ τε τεῖχος ἵξεσθαι Il.11.181

    ;

    παυρότερον λαὸν ἀγαγόνθ' ὑ. τεῖχος ἄρειον 4.407

    ;

    ὑ. τὰ τείχη φεύγειν Plb.1.74.11

    ;

    ὑ. τὰς ἴλας φεύγειν Id.3.65.7

    , cf. 3.105.6, 11.21.5, al.;

    ὑ. ταὐτὸ στέγος εἰσελθεῖν GDI3536

    B 3 ([place name] Cnidus);

    πᾶν ὃ ἐὰν ἔλθῃ.. ὑ. τὴν ῥάβδον LXXLe.27.32

    , cf. De.4.11, al.; so ὑ. δικαστήριον ὑπαχθείς, ἀγαγόντες, Hdt.6.72, 104 (cf. ὑπάγειν ὑ. τοὺς ἐφόρους ib.82) prob. refers to the elevated seats of the judges in court, cf. ὑπάγω A ΙΙ.
    2 of Position or Extension under an object, without sense of motion,

    Ἀρκαδίην ὑ. Κυλλήνης ὄρος Il.2.603

    , cf. 824, etc.;

    ἰκριώσασι ὑ. τὴν ὀροφήν IG12.374.76

    ; ἐργασαμένοις τὸ ἄνθεμον ὑ. τὴν ἀσπίδα ib.371.9;

    τὰ μὲν ὑ. τὸν λόφον καὶ τὰμ φάραγγα Inscr.Prien.37.162

    (ii B.C.);

    ἀνθέντω ὑ. τὸν ναὸν τᾶς Δάματρος IG5(1).1498.13

    (loc. inc., ii B.C.); ὅσσοι ἔασιν ὑπ' ἠῶ τ' ἠέλιόν τε everywhere under the sun, Il.5.267;

    ὑπ' αὐγὰς ἠελίοιο φοιτῶσι Od.2.181

    ;

    τῶν ὑ. τοῦτον τὸν ἥλιον.. ἀνθρώπων D.18.270

    ;

    τὰ ὑ. τὴν ἄρκτον Hdt. 5.10

    , cf. Arist.Mete. 362a17;

    οἴκησις ἡ λεγομένη ὑ. τὸν πόλον Gem.5.38

    , cf. 16.21, al.;

    ὑ. τὸν οὐρανόν LXXEx.17.14

    , al., UPZ106.14 (i B.C.);

    τὸ ὑ. τὴν ἀκρόπολιν Th.2.17

    ;

    ὁ ὑ. γῆν λεγόμενος εἶναι θεός Hdt.7.114

    , cf. Il.19.259; ὑ. γῆν is more freq. than ὑ. γῆς in Arist., Mete. 349b29, al., in Hipparch., 1.3.10, al., and entirely supersedes ὑ. γῆς in Hdt., 2.124, 125, 127, 148, 150, 3.102, 4.195, 7.114, and Gem., 2.19, al.; it is found also in Plb.21.28.11, etc.; ὑ. γῆν the nadir, opp. μεσουράνημα, PLond.1.98r.49, 110.33 (i/ii A.D.); also

    ἄγχε δέ μιν.. ἱμὰς ἁπαλὴν ὑ. δειρήν Il.3.371

    ;

    Τρῶες.. πτῶσσον ὑ. κρημνούς 21.26

    ;

    ἀγέροντο.. ἄλσος ὕ. σκιερόν Od.20.278

    ;

    τρωφεὶς ὑ. τὸν ὀφθαλμόν IG42(1).122.120

    (Epid., iv B.C.);

    οὐλὴ ὑπ' ὀφθαλμὸν δεξιόν PCair.Zen76.13

    (iii B.C.);

    ὑ. τὸ μέρος τοῦ ἐνοφειλομένου ὑπογραψάτω ὅσον ἰδίᾳ ἔχει PRev.Laws 19.2

    (iii B.C.);

    κείμενος ὑ. τὸν ὀμφαλόν Sor.1.7

    , cf. 67, al.;

    ὑ. τὰς πύλας ἵππων πόδες φαίνονται Th.5.10

    ;

    μὴ ὑποτιθέναι κύλικα ὑ. τὴν κλίνην IG12(5).593

    A21 (Ceos, v B. C.); ὑ. τὸν ὀδόν ib.42(1).102.249 (Epid., iv B.C.);

    καταψύξατε ὑ. τὸ δένδρον LXX Ge.18.4

    ; ὑ. τὸν λέβητα ib.Ec.7.7(6); ὑ. τοὺς πόδας ib.La.3.34;

    εἰς τοὺς ὑ. πόδα χωρεῖ τόπους Dsc.5.75

    (v.

    πούς 1.6

    g); ἡ ὑ. πόδα (sc. γραμμή ) the base of a triangle, Hero *Mens.55; also ὑπ' αὐγὰς.. λεύσσουσαι πέπλους holding them up to the light, E.Hec. 1154; also ὑ. τὸν ὀφθαλμόν close to the eye, Arist. Pr. 874a9;

    ὑποκειμένης τῆς Εὐβοίας ὑ. τὴν Ἀττικήν Isoc.4.108

    ;

    ὑπ' αὐτὴν ἐσχάτην στήλην ἔχων ἔχριμπτ' ἀεὶ σύριγγα S.El. 720

    ;

    εἰ θεωρήσειεν ὑπ' αὐγὰς τὸν ἀνθρώπειον βίον Iamb.Protr.8

    (cf.

    αὐγή 1

    ): of subordinate position.

    κατακλίνεσθαι ὑ. τινά Luc.Symp.9

    ; τίς ὑ. τίνα; who is next to whom, Onos.10.2.
    b Math., ὁ κύβος ὁ ὑ. τὴν.. σφαῖραν inscribed in the sphere, Papp.440.5;

    εἶναι ὑ. τὸ αὐτὸ ὕψος Euc.11.29

    , Archim.Sph.Cyl.1.19; ὑ. τὰν αὐτὰν γωνίαν subtending.., Id.Aren. 1.20 (cj.), cf. 21;

    αἱ γωνίαι ὑφ' ἃς αἱ ὁμόλογοι πλευραὶ ὑποτείνουσι Euc.6.6

    ,al.
    II of subjection, control, dependence, never in Hom., once in Hdt.,

    ὑ. βασιλέα δασμοφόρος 7.108

    ;

    ὑ. σφᾶς ποιεῖσθαι Th.4.60

    , cf. Pl.R. 348d, Arist. HA 488a10, etc.;

    ἕως κα ᾖ ὑ. τὸν πατέρα Test.Epict.3.29

    ;

    ὑ. τιν' ἦν τῶν βασιλέων Men.340

    ;

    τί δ' οὐ κρατέοντος ὑπ' ἰσχύν; Call.Jov.75

    , cf. 74;

    ὑ. Δία Γῆν Ἥλιον Sammelb. 5616

    (i A.D.), POxy.722.6 (i/ii A.D.), etc. (v.

    ἥλιος 11.1

    );

    ὑ. θεὸν καὶ ἄνθρωπον Michel854.52

    (Halic., iii B.C.);

    τοῦ τοπαρχοῦντος ὑ. σέ PCair.Zen.322.3

    (iii B.C.);

    στρατενσάμενον ὑ. ἄρχοντα Ἀντίοχον IG12(1).43.7

    ([place name] Rhodes);

    μηδὲ ὑ. δεσπότην ὤν LXXPr. 6.7

    , cf. Ps.143.2; for ὑ. χεῖρα, v. χείρ; οἱ ὑ. τινά X.Cyr.3.3.6,8.8.5, etc.;

    τοῖς ὑφ' αὑτὸν τεταγμένοις GDI3750.75

    ([place name] Rhodes).
    III of Time, in the course of, during, or to be left untranslated in English,

    ἐκέλευε Τοωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι νύχθ' ὕ. τήνδ' ὀλοήν Il.22.102

    ;

    ὑ. τὴν νύκτα ταύτην Hdt.9.51

    , cf. 58; ὑ. τὴν πρώτην ἐπελθοῦσαν νύκτα ἀπέδρη Id 6.2;

    τῆς κολοκύνθης.. ἣ ἐγενήθη ὑ. νύκτα καὶ ὑ. νύκτα ἀπώλετο LXXJn.4.10

    : rarely with stress on the duration, πάνθ' ὑ. μηνιθμόν throughout its continuance, Il.16.202;

    ὑ. τὸν παρεόντα τόνδε πόλεμον Hdt.9.60

    ; οὐδὲν τῶν κατ' Αἴγυπτον ὑ. ταῦτα ἑτεροιωθῆναι during that time, Id.2.142;

    ὑ. τὸν χρόνον ὃν οἱ ἑξήκοντα καὶ τριηκόσιοι ἦρχον οἵδε ἐθεόρεον IG12(8).276.4

    ([place name] Thasos).
    2 also of Time, about, sts. more precisely at, and of events, about or at the time of, ὑπ' αὐτὸν τὸν χρόνον ὅτε .. Ar.Ach. 139, cf. Hdt.7.165;

    ὑπ' αὐτὸν τὸν καιρόν Plb. 11.27.4

    , 16.15.8; ὑφ' ἕνα καιρόν at one time, Diog.Oen.38;

    ὑ. τὸν αὐτὸν χρόνον Th.2.26

    ;

    ὑ. τοὺς αὐτοὺς χρόνους Id.1.100

    ;

    ὑ. τὸν σεισμόν Id.2.27

    , cf. Plb.4.33.5, Plu.Alex.14; ὑ. τὴν ἑωθινήν, ὑ. τὴν ὄρφνην, Plb. 18.19.5,7;

    ὑ. τὸν ὄρθρον Act.Ap.5.21

    , Gp.2.4.3; ποιεῖσθαι τοὺς περιπάτους ὑ. τὸ ψῦχος in the cool of the morning, Plb.5.56.10; ὑφ' ἓν πάντες all at once, at the same time, Arr.Epict.3.22.33, cf. S.E.M. 10.124, Sor.1.103, al.; παιδάριον ὑ. τὴν ἀναπνοὴν ἑπτὰ καὶ πέντε στίχους συνεῖρον in one breath, Plb.10.47.9; ὑφ' ἓν ἐκτρῖψαι at one blow, LXX Wi.12.9; ὑ. μίαν ἄρσιν καὶ θέσιν ἀνατείνοντες καὶ κατατιθέμενοι, of a squad of diggers, Gp.2.45.5; ὑ. μίαν φωνήν Aristeas 178; πῶς γὰρ ἂν ὑ. τὰς αὐτὰς ἡμέρας ἔν τε τῇ Ἰταλίᾳ καὶ ἐν τῇ Κιλικίᾳ.. πολεμήσειε; at the same time, D.C.36.35; sts. c. part., ὑ. τὸν νηὸν κατακαέντα at the time of its burning, Hdt.1.51; ὑ. τὴν κατάλυσιν τοῦ πολέμου just at the end, X.Mem.2.8.1, cf. Plu.Mar.46; ὑ. τὸν θυμὸν ἐκ χειρὸς ἐπιστρατευσαμένων at the very time of their anger, Plb. 2.19.10;

    ὑ. παροξυσμόν Gal.19.215

    ; παραδόντω τοῖς αἱρεθεῖσι εἰς τὸν ὑπ' αὐτὰ (or ὕπαυτα as Adv. = ἑξῆς)

    ἐνιαυτόν IG9(1).694.60

    (Corc., ii/i B.C.);

    ὑ. κύνα Arist.HA 547a14

    , Thphr.CP1.13.3, D.S.19.109;

    ὑ. τὰς θερινὰς [τροπὰς] καὶ τοῦ κυνὸς τὴν ἐπιτολήν Gp.2.6.17

    .
    IV of accompaniment,

    ὑπὸ ὄρχησίν τε καὶ ᾠδήν Pl.Lg. 670a

    ;

    ὑ. αὐλὸν διαλέγεσθαι X.Smp.6.3

    codd. (ὑ. τοῦ αὐλοῦ Cobet); ὑ. κήρυκα (v.

    κῆρυξ 1.3

    ).—Compare A.11.5, B.11.4.
    2 ὄνον ἕνα ὑ. λαχανόσπερμον laden with.., Meyer Ostr.81.2 (i A. D.), cf. PFay.p.324 (i A.D.);

    ὄνοι ὑ. δένδρα BGU 362i6

    , al. (iii A.D.); cf. supr. A.11.8.
    D POSITION: ὑ. can follow its Subst., becoming by anastrophe ὕπο. It is freq. separated from the Subst. by intervening words, as in Il.2.465, Od.5.320, 7.130:— ὑπαί is placed after its case in A. Eu. 417, S.El. 1418, Inach. l.c., although acc. to Hdn.Gr.1.480 it cannot suffer anastrophe.
    E AS ADV., under, below, beneath, freq. in Hom.; esp. of young animals, under the mother, i.e. at the breast, Od.4.636, 21.23.
    2 behind, Hdt.7.61: cf. C. 1.
    II ὑπ' ἐκ or ὑπέκ, v. ὑπέκ.—In Hom. the separation of the Prep. from its Verb by tmesis is very freq., and sts. it follows, in which case it suffers anastrophe,

    φυγὼν ὕπο νηλεὲς ἦμαρ Od.9.17

    .
    F IN COMPOSITION:
    I under, as well of rest as of motion, as in ὕπειμι, ὑποβαίνω, etc.
    2 of the casing or covering of one thing with another, as ὑπάργυρος, ὑπόχρυσος.
    3 of the agency or influence under which a thing is done, to express subjection or subordination, ὑποδαμνάω, ὑποδμώς, ὑφηνίοχος, cf. ἐπί G. 111.
    II denoting what is in small degree or gradual, somewhat, a little, as in ὑποκινέω, ὑποδεής, ὑπόλευκος (so in tmesi,

    ὑ. τι ἀσεβῆ Pl.Phdr. 242d

    , cf. Grg. 493c;

    ὑ. τι μικρὸν ἐπιθήκισα Ar.V. 1290

    (lyr.)).
    III underhand, secretly, as in ὑποθέω, ὑποθωπεύω, ὑποκορίζομαι, ὑπόρνυμι.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπό

  • 42 ὦμος

    ὦμος, : (v. sub fin.):—
    A the shoulder with the upper arm ( ὠλένη being the lower),

    ξίφεϊ κληῗδα παρ' ὦμον πλῆξ', ἀπὸ δ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ' ἀπὸ νώτου Il.5.146

    , cf. 8.325, Hdt.4.62;

    μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς Il.5.41

    ;

    τεύχε' ἀπ' ὤμων συλήσειν 15.544

    ; ὦμος ς ριβαρός, ὦμοι ἴφθιμοι, 5.400, 18.204;

    εὐρέες 3.210

    ;

    κυρτώ 2.217

    ;

    ἀμφ' ὤμοισιν ἔχει σάκος 11.527

    , cf. S.Fr. 453;

    ἐπ' ὤμου.. φέρειν Od.10.170

    , cf. Isoc.19.39;

    ἀρεῖτ' ἐπ' ὤμου Herod.3.61

    ; κατ' ὤμου δεῖρον ib.3;

    ἐπ' ὤμων πατέρ' ἔχων S.Fr. 373

    ;

    τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχειν Pl.R. 613c

    ;

    ὤμοισι φόρησεν Il.19.11

    ;

    ἑλὼν.. σάκος ὤμῳ 15.474

    ; ὤμῳ or ὤμοισιν ἔχειν, 14.376, 1.45, al.; ὤμοις or ἐπ' ὤμοις φέρειν, S.Fr. 454, Tr564;

    ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ Od.11.128

    , 23.275;

    λαβὼν.. ὦμον εἰς ἀριστερόν E.IT 1381

    ;

    ἐπ' ὤμοις θεῖναι Id.Ba. 755

    ;

    κίον' οὐρανοῦ.. ὤμοις ἐρείδων A.Pr. 350

    ; ὤμοισι τοῖσι ἐμοῖσι 'by the strength of mine arms', Hdt.2.106; ἀποστρέψαι τὸν ὦ. to dislocate it, Ar.Eq. 263 (troch.);

    ὁ δ' ὦμος.. πιέζεται Id.Ra.30

    ;

    τὸν ὦμον θλίβομαι Id.Fr. 323

    : pl. for sg.,

    ὤμοις ἀριστεροῖσιν ἀνακλάσας δέρην E.Or. 1471

    .
    b the shoulder is sts. more exactly specified as πρυμνότατος or πρυμνὸς ὦμος, Od.17.462, 504;

    νείατος ὦ. Il.15.341

    , 17.310; sts. opp. χείρ (the arm),

    χεῖρες ὤμων.. ἐπαΐσσονται 23.628

    ;

    τῶν ἑκατὸν μὲν χεῖρες ἀπ' μων ἀΐσσοντο Hes.Th. 150

    ; τοὺς ὤμους ἀποταμόντες σὺν τῇσι χερσί (arms) Hdt.4.62;

    ἀποταμόντα ἐν τῷ ὤμῳ τὴν χεῖρα Id.2.121

    .έ, cf. E.Ba. 1127, Arist.HA 493b26.
    2 also of animals. as of a horse, Il.6.510, 15.267, X.Eq.8.6; of a lion, Hes.Sc. 430; of a dog, X.Cyn.4.1; of crabs, Batr.296; of birds, Plu.2.983b; of ants, Gp.13.10.14.
    II metaph. of the parts below the top or head of any thing, esp. of the fork of a vine (cf. ὠμοχάραξ), Gp.4.12.4; of the womb, Heroph. ap. Gal.4.596, cf. Ruf.Onom. 195. (Cf. Lat. umerus (fr. *omesos), Goth. ams (stem amsa-), Skt. áṃsas, also [dialect] Aeol. ἐπ-ομμάδιος, and (non-Greek)

    ἀμέσω Hsch.

    )

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὦμος

  • 43 καρπός

    καρπός, οῦ, ὁ (Hom.+) ‘fruit’ (the sing. used collectively: Diod S 3, 24, 1).
    product or outcome of someth., fruit
    in a physical sense
    α. of plants: trees Mt 12:33; 21:19; Mk 11:14; Lk 6:44; 13:6f; IEph 14:2; Hs 1, 2, 1; 9, 1, 10; 9, 28, 1 and 3 (Did., Gen. 86, 3). Of the fruit of the vine (Jos., Ant. 2, 67; Ath 22:6) Mt 21:34; Mk 12:2; Lk 20:10; 1 Cor 9:7; 1 Cl 23:4; of a berry-bush B 7:8. Of field crops (Diod S 4, 4, 2; Ps.-Phoc. 38; SibOr 4, 16; Hippol., Ref. 7, 29, 5) 2 Ti 2:6; 1 Cl 24:4; qualified by τῆς γῆς Js 5:7a; cp. vs. 7b v.l.; 1 Cl 14:1 (Gen 4:3); GJs 3:3. συνάγειν τοὺς κ. (Lev 25:3) Lk 12:17; cp. J 4:36; ὅταν παραδοῖ ὁ κ. when the (condition of the) crop permits Mk 4:29 (‘fruit’=grain as Ps.-Scylax, Peripl. §93 p. 36 Fabr. [πυροὺς κ. κριθάς]). βλαστάνειν τὸν κ. produce crops Js 5:18 (βλαστάνω 1). ποιεῖν κ. (=עָשָׂה פְרִי) bear or yield fruit (Gen 1:11f; 4 Km 19:30; Ezk 17:23; ParJer 9:16, 19.—Diosc., Mat. Med. 2, 195) Mt 3:10 (s. δένδρον); 7:17ff; 13:26; Lk 3:9; 6:43; 8:8; 13:9; Rv 22:2a. Also διδόναι (=נָתַן פְּרִי; Lev 26:20; Dt 11:17; Ps 1:3; Zech 8:12) Mt 13:8; Mk 4:7f; B 11:6 (Ps 1:3); Hs 2:4; 5, 2, 4. φέρειν (Apollon. Rhod. 4, 1396–99b; Jo 2:22; Hos 9:16; Jos., Ant. 3, 11; SibOr 2, 320; Did., Gen. 31, 3) Mt 7:18a v.l.; J 12:24 (of the resurrection: ἐκφέρει 1 Cl 24:5); 15:2, 4; Hs 2:3, 8a. ἡ γῆ προφέρει τοὺς κ. αὐτῆς GJs 8:3. ἀποδιδόναι bear fruit (Lev 26:4) Rv 22:2b; Hs 2:8b; cp. Hb 12:11, but pay a person a portion of the fruit Mt 21:41. γεννᾶν κ. θανατηφόρον bear deadly fruit ITr 11:1 (in imagery, s. b below). κ. ἔχειν of trees Hs 9, 28, 3; of staffs 8, 1, 18; 8, 2, 1; 8, 3, 7; 8, 4, 6; 8, 5, 6; of Aaron’s staff (Num 17:23ff) 1 Cl 43:5.
    β. of a human being: Hebraistically of offspring ὁ κ. τῆς κοιλίας the fruit of the womb (Gen 30:2; Ps 131:11; Mi 6:7; La 2:20; TestAbr A 6 p. 83, 14 [Stone p. 14]; Mel., P. 52, 384 [since the central mng. of κοιλία is someth. ‘hollow’, in the Ps and Mi pass. κοιλία is used in the general sense of ‘body’ as the cavity from which someth. emanates]) Lk 1:42. τοῦ μὴ δοῦναί σοι καρπόν= to grant you no children GJs 2:3; cp. 6:3 (s. b below). Fr. the standpoint of a father: ὁ κ. τῆς ὀσφύος the fruit of his loins Ac 2:30; AcPl Ha 8, 14 (ἰσχύος Ox 1602, 12f/BMM recto 17).
    fig., in the spiritual (opp. physical) realm; sometimes the orig. figure is quite prominent; somet. it is more or less weakened: result, outcome, product (cp. Epict. 2, 1, 21 τῶν δογμάτων καρπός; IPriene 112, 14 [I B.C.] μόνη μεγίστους ἀποδίδωσιν καρπούς; Dio Chrys. 23 [40], 34 τῆς ἔχθρας καρπός) κ. τοῦ πνεύματος Gal 5:22 (a list of virtues following a list of vices as Cebes 19, 5; 20, 3; Ael. Aristid. 37, 27 K.=2 p. 27 D.). τοῦ φωτός Eph 5:9; κ. πολὺν φέρειν be very fruitful J 15:5, 8, 16. κ. δικαιοσύνης fruit of righteousness (cp. Epicurus, Fgm. 519 δικαιοσύνης καρπὸς μέγιστος ἀταραξία; Am 6:12; Pr 11:30; 13:2; EpArist 232) Phil 1:11; Js 3:18; Hs 9, 19, 2a; cp. ἔδωκέν μοι κύριος … καρπὸν δικαιοσύνης αὐτοῦ GJs 6:3 (of the birth of Mary; s. β above); κ. εἰρηνικὸς δικαιοσύνης peaceful fruit of righteousness Hb 12:11. κ. ἀληθείας Hs 9, 19, 2b. The outcome of acting is a deed: ἀπὸ τῶν καρπῶν τινος ἐπιγινώσκειν τινά know someone by the person’s deeds, as one knows a tree by its fruits Mt 7:16, 20; Hs 4:5 (Proverbia Aesopi 51 P.: Δῆλος ἔλεγχος ὁ καρπὸς γενήσεται | παντὸς δένδρου ἣν ἔχει φύσιν=its fruit will be for every tree a clear proof of its nature). γεννᾶν καρπὸν θανατηφόρον bear deadly fruit ITr 11:1 (s. 1aα); moral performance as fruit vs. 2 (accord. to the imagery, Christians are branches of the cross as their trunk and their deeds are the produce). Fruit of martyrdom Hs 9, 28, 4. ποιεῖν τοὺς καρποὺς αὐτῆς (=τῆς βασιλείας τ. θεοῦ) prove fruitful for the kingdom ποιεῖν καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας Mt 21:43. bear fruit consistent with repentance 3:8; the pl. in the parallel Lk 3:8 is farther removed fr. the orig. picture: καρποί = ἔργα (cp. Pr 10:16). καρποὶ ἀγαθοί Js 3:17. Cp. Dg 12:1. τίνα καρπὸν ἄξιον … (δώσομεν); what fruit (are we to bring to Christ that would be) worthy of what he has given us? 2 Cl 1:3. Of the outcome of life in sin as well as in righteousness Ro 6:21f (of the results of evil e.g., Oenomaus Fgm. 2m [in Eus., PE 5, 20, 10]); ταχὺς κ. (s. ταχ. 1a) 2 Cl 20:3. After an upright life καρπὸν προσδοκῶν Dg 12:6; cp. 12:8; resurrection as the reward after a miserable life ἔδονται τῆς ἑαυτῶν ὁδοῦ τοὺς κ. 2 Cl 19:3.—ἀφʼ οὗ καρποῦ ἡμεῖς (the suffering of Jesus,) the fruit from which we are, i.e. from which we derive our identity as Christians (the cross is here viewed as a tree on which Jesus hangs as the fruit: Ignatius probably thinks of Christians as germinated seeds) ISm 1:2.—Of the proceeds of a collection Ro 15:28.
    Hebraistically, a praise-offering as καρπὸς χειλέων (Hos 14:3; Pr 18:20; 31:31 v.l.; PsSol 15:3) Hb 13:15.
    advantage, gain, profit (Polyaenus 3, 9, 1 κ. τῆς ἀνδραγαθίας; EpArist 260 σοφίας κ.; Philo, Fug. 176 ἐπιστήμης; Jos., Ant. 20, 48 εὐσεβείας) κ. ἔργου gain from the labor Phil 1:22. οὐ δόμα, ἀλλὰ τὸν καρπόν not the gift, but the advantage (accruing to the Philippians fr. their generous giving) 4:17; κ. ἔχειν have fruit Ro 1:13.—B. 511. DELG 1 καρπός. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > καρπός

  • 44 φανερός

    φανερός, ά, όν (φαίνομαι; Pind., Hdt.+; ins, pap, LXX; En 9:5; TestSol; TestAsh 2:3; ParJer 6:25; EpArist, Philo, Joseph., Ar., Just., Tat.)
    adj. pert. to being evident so as to be readily known, visible, clear, plainly to be seen, open, plain, evident, known τὰ φανερὰ ἕργα (opp. κρύφια) 2 Cl 16:3. Used w. εἶναι (Diod, S. 18, 55, 2 φανεροῦ ὄντος ὅτι=since it was clear that) οἱ καρποὶ φανεροὶ ἔσονται Hs 4:3; cp. 4:4. φ. ἔσονται οἱ δουλεύοντες τῷ θεῷ 4:2. φανερόν (-ά) ἐστιν Ro 1:19 (ἐν αὐτοῖς; s. ἐν 8); Gal 5:19; 1J 3:10 (ἐν τούτῳ by this); Hm 11:10; other passages w. dat. of pers. (TestSol 13:2 C) 1 Ti 4:15; B 8:7 (opp. σκοτεινά). Without a copula, which is to be supplied: w. ὅτι (X., Mem. 3, 9, 2; Teles p. 12, 4; 7; TestAsh 2:3; Iren., 1, 4, 4 [Harv. I, 37, 8]) πᾶσιν φανερόν Ac 4:16 (D has the copula and at the same time the comp.: φανερώτερόν ἐστιν it is quite well known). φανερὸν τὸ δένδρον ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ the tree is known by its fruit (cp. Mt 12:33) IEph 14:2 (Vi. Aesopi G, 3 P. φανερὸς ἀπὸ τῆς ὄψεως=clearly recognizable by its appearance).—Used w. γίνεσθαι (BGU 1141, 41 [14 B.C.]; Appian, Bell. Civ. 2, 46 §187 τοῦ κακοῦ φανεροῦ γενομένου; 1 Macc 15:9; 2 Macc 1:33; ParJer 6:25; Jos., Ant. 2, 270; 6, 238; Just., A 1, 63, 6) φανερὸν ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ Mk 6:14. Cp. Lk 8:17a (opp. κρυπτόν); 1 Cor 3:13; 11:19; 14:25; Hs 9, 12, 3; w. dat. of pers. added (Ael. Aristid. 29, 24 K.=40 p. 758 D.: φανεροὶ πᾶσι γίγνεσθαι; Just., A I, 23, 1) Ac 7:13. ὥστε τοὺς δεσμούς μου φανεροὺς γενέσθαι ἐν ὅλῳ τῷ πραιτωρίῳ καὶ τοῖς λοιποῖς πᾶσιν Phil 1:13.—Used w. ποιεῖν (Hyperid. 4, 1; Menand., Epitr. 495 S. [319 Kö.]; IBM III, 482 A, 13f; POxy 928, 7; PTebt 333, 12; 2 Macc 12:41; Just., A II, 15, 2; Theoph. Ant. 2, 3 [p. 94, 13]) make (τι someth.) known (Jos., Ant. 12, 189; 204) 1 Cl 21:7; GJs 5:1. τινά make someone known as what he really is, reveal the identity of someone (Jos., Ant. 3, 73; Just., D. 8, 4) Mt 12:16; Mk 3:12.
    subst. τὸ φανερόν that which is exposed to general view or knowledge, (in) the open, public notice (Hyperid. 1, 13, 11 εἰς τὸ φ. φέρειν [cp. Just. A I, 15, 3 εἰς φανερὸν … φέρειν]; Polyb. 2, 46, 1; Just. A I, 17, 4 εἰς φανερὸν τιθέντων), εἰς φανερὸν ἐλθεῖν come to light Mk 4:22; Lk 8:17b (a proverb? Constant. Manasse 7, 34f H.: ἐστὶ σκότιον οὐδὲν ὅπερ εἰς φῶς οὐχ ἥκει, οὐκ ἔστι κρύφιον οὐδὲν ὸ̔ μὴ πρὸς γνῶσιν φθάνει ‘there is nothing in the dark that does not come into the light, and nothing hidden that does not become known’. εἰς φ. ἐλέγχειν Hippol., Ref. 8, 20, 4). ἐν τῷ φανερῷ (opp. ἐν τῷ κρυπτῷ as Ctesias: 688 Fgm. 13, 12 p. 460 Jac.) Mt 6:4 v.l., 6 v.l., 18 v.l. (cp. Aeneas Tact. 426; Jos., Ant. 4, 34); preceded by an art. and used as an adj. ὁ ἐν τῷ φανερῷ Ἰουδαῖος the Judean who is one outwardly by reason of being circumcised Ro 2:28a; cp. b.—B. 1233. DELG s.v. φαίνω B. Schmidt, Syn. III 418–34. Cp. δῆλος. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > φανερός

  • 45 ἀγαθός

    ᾰγᾰθός (-ῷ, -όν; -οί, -ῶν, -οῖσι, -οῖς, -οῖσιν: - άν: -ῷ, -όν; -ῶν)
    1 of persons, noble, good
    a adj., distinguished

    πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν O. 7.91

    esp. in physical prowess,

    ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28

    Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι P. 8.100

    οὐ

    θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51

    καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν I. 5.26

    b m. subs., the noble, esp. of those distinguished by social position and athletic prowess.

    ἀδύνατα δἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν P. 2.81

    ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96

    οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν, ἀλλ' ἀγαθοί P. 3.83

    οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285

    ἐν δἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες P. 10.71

    ποτίφορος δ' ἀγαθοῖσι μισθὸς οὗτος N. 7.63

    τί φίλτερον κεδνῶν τοκέων ἀγαθοῖς; I. 1.5

    τιμὰ δ' ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.26

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69

    2 of things, honourable, of honour

    ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ' ἀγαθαί O. 7.10

    ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.83

    ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli.) N. 11.17

    ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46

    χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15

    3 add. inf., good ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι i. e. “useful” O. 6.100ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς, ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι.” O. 6.17
    4 n. subs., good, good fortune

    ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ O. 2.33

    esp. in pl.,

    πένθος δὲ πίτνει βαρὺ κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν O. 2.24

    ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.13

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὗχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον N. 11.30

    5 dub. ex. [ ἀγαθὰ σωτῆρας (codd. Clem. Alex: ἀλαθέας ὥρας ex Hesych. Boeckh.) fr. 30. 6.]

    Lexicon to Pindar > ἀγαθός

  • 46 ἀγάνωρ

    1 proud (not of persons)
    a proud, magnificent

    ἀγάνορι μισθῷ P. 3.55

    ἀγάνορα πλοῦτον P. 10.18

    ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.43

    b proud, spirited

    ἀγάνορος ἵππου O. 9.23

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν N. 9.28

    Lexicon to Pindar > ἀγάνωρ

  • 47 ἄγγελος

    ἄγγελος (-ος, -ον; -οι, -ων.)
    1 messenger ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν (sc. Ὅμηρος.) P. 4.278

    παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.59

    ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος ἄγγελος ἔβαν N. 6.57

    ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες Pae. 6.101

    fig. ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾶν (sc. Αἰνέας, the chorus leader.) O. 6.90

    Lexicon to Pindar > ἄγγελος

  • 48 ἄεθλος

    ἄεθλος (ᾰελτ;γτ;-, ᾰε̄-, αε-. masc. guaranteed, O. 1.84, P. 4.165)
    1 contest

    ἀέθλων γἕνεκεν O. 1.99

    ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφάν O. 2.13

    νέοις ἐν ἀέθλοις O. 2.43

    μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15

    μεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν O. 3.21

    τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων O. 4.3

    ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6

    τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.69

    μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79

    μᾶτερ ὦ χρυσοστεφάνων ἀέθλων Οὐλυμπία O. 8.1

    ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64

    ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις O. 13.15

    ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν O. 14.24

    ἀέθλων Πυθίων P. 3.73

    γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν P. 4.253

    ἐξ ἀγλαῶν ἀέθλων P. 5.53

    νικαφόροις ἐν ἀέθλοις P. 8.26

    καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις P. 9.70

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    σὺν δ' ἀέθλοις

    ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115

    γεύεται γὰρ ἀέθλων P. 10.7

    μεγάλων δ' ἀέθλων Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ N. 1.11

    ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17

    τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν N. 2.19

    ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν N. 4.73

    Νεμέας ἐξ ἐράτων ἀέθλων N. 6.12

    ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (i. e. the Hekatombaia at Argos.) N. 10.23

    ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων. N. 11.23

    ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων (sc. Ἰσθμός.) I. 1.11 ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν, I. 1.50

    εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.1

    ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος I. 4.26

    καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον (Er. Schmid: ἀέθλων τέρμα codd.: i. e. the Theban Iolaia) I. 4.67

    ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν κλέος ἔπραξεν I. 5.7

    καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.5

    ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων I. 9.8

    διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν (hypallage: exploits in the games of Greece.) Pae. 4.22
    b met. contest, task

    ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται O. 1.84

    τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσονP. 4.165

    καὶ τάχα πείρατ' ἀέθλων δείκνυεν πατρωίων P. 4.220

    θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion I. 6.48

    Lexicon to Pindar > ἄεθλος

  • 49 Αἰακός

    Αἰᾰκός (-οῦ, -ῷ, -όν.) son of Zeus and Aigina, father of Peleus, Telamon, Phokos, first king and patron deity of Aigina.
    1

    χώραν Δωριεῖ λαῷ ταμιευομέναν ἐξ Αἰακοῦ O. 8.30

    ἀποπέμπων Αἰακὸν O. 8.50

    πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ P. 8.99

    Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28

    ἄπορα γὰρ λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντά μοι διελθεῖν N. 4.71

    προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (ἀντὶ τοῦ ἐν τῷ ἡρῴῳ τοῦ Αἰακοῦ. Σ.) N. 5.53 λέγοντι γὰρ Αἰακόν μιν (= Δία)

    ὑπὸ ματροδόκοις γοναῖς φυ τεῦσαι N. 7.84

    ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι N. 8.13

    ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε I. 5.35

    ( Οἰνοπίαν)

    δῖον ἔνθα τέκες Αἰακὸν βαρυσφαράγῳ πατρὶ κεδνότατον ἐπιχθονίων I. 8.22

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ (cf. titulum, Αἰγινήταις εἰς Αἰακόν) Πα. 1. 3. ]Αἰακ[ (cf. tit. Αἰγινή[ταις.) Πα. 22h. 7.

    Lexicon to Pindar > Αἰακός

  • 50 αἶσα

    αἶσα (αἴσας, -ᾳ, -αν.)
    b met., lot, fortune, destiny

    θεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων O. 6.102

    αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ' ὕδωρ αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68

    γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60

    τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.53

    ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47

    γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34

    χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.58

    ὀλβίᾳ δ ἅπαντες αἴσᾳ λυσίπονον τελετάν ( ὄλβιοι λυσιπόνων τελετᾶν coni. Wil.) fr. 131a, ad Θρ.. ]τοι πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ fr. 140a. 49 (23).
    c will, ordinance of a god.

    Διὸς αἴσᾳ Πύρρα Δευκαλίων τε Παρνασσοῦ καταβάντε δόμον ἔθεντο πρῶτον O. 9.42

    ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν sc. of the Muse N. 3.16

    ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν N. 6.13

    σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτίσσατο I. 9.1

    d κατ' αἶσαν, befittingly βασιλευομέναν

    οὐ καταἶσαν τιμάν P. 4.107

    καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων P. 10.26

    e παρ' αἶσαν, immoderately

    παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.13

    f frag. ]ιαν αἶσαν[ Πα. 13b. 8.

    Lexicon to Pindar > αἶσα

  • 51 ἀλλότριος

    1 adj.
    a of another, belonging to others

    ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει μάλιστ ἐσλοῖσιν ἐπ ἀλλοτρίοις P. 1.84

    τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον ἀλλοτρίαισι γλώσσαις P. 11.27

    τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πανθ' ὁμῶς· εὐθὺς δ ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον N. 1.54

    ἁνία τ' ἀλλο̆τρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ (αὐτὸς ἡνιόχησε. Σ.) I. 1.15 ἀλ]λοτρίαις ἀν' ἵπποις Πα. 7B. 12. ἀλόχῳ ποτὲ θωραχθεὶς ἔπεχ' ἀλλοτρίᾳ ὠαρίων (sc. Meropae, Oinopionis filiae vel potius uxori. Snell.) fr. 72.
    b stranger, alien

    πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον O. 10.89

    χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος P. 1.59

    2 subs.
    a m. pl., strangers. ἀλλοτρίοισιν μὴ προφαίνειν, τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν fr. 42. 1.
    b n. pl., what belongs to others

    οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30

    Lexicon to Pindar > ἀλλότριος

  • 52 ἄνθος

    ἄνθος (ἄνθος, -ος; ἄνθεα), -έων, -εσιν), α).)
    a

    δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον N. 11.41

    b pl., blossoms, wreaths, garlands

    ἐς ἀδελφεὸν Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων ἄγαγον O. 2.50

    τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς O. 7.80

    Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21

    ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (Hermann: ἄνθεα codd.) N. 5.54

    δύο μὲν σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος N. 6.63

    τὰν δὲ λαῶν γενεὰν δαρὸν ἐρέπτοι σώφρονος ἄνθεσιν εὐνομίας Pae. 1.10

    c met.

    ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξ εὐτερπὲς ἄνθος O. 6.105

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    σὸν δ' ἄνθος ἥβας ἄρτι κυμαίνειP. 4.158

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.53

    ἄν]θεα τοια[υτ ] ὑμνήσιος δρέπῃ (supp. Lobel.) Pae. 12.4

    Lexicon to Pindar > ἄνθος

  • 53 ἀντίος

    1 adj., opposite, to face
    a abs. ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε pr. Pae. 20.10
    2 pro subs., rival

    μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ' ἀντίους P. 1.45

    Lexicon to Pindar > ἀντίος

  • 54 ἀρήγω

    a assist, c. dat. νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος δεινῶν πολέμων lends strength to P. 2.63 γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει assist at her bedside N. 1.49 [ ἀρήξων v. l. Pae. 6.10]
    b impers., it is fitting, best c. acc. & inf.

    φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.94

    Lexicon to Pindar > ἀρήγω

  • 55 βαθύδοξος

    Lexicon to Pindar > βαθύδοξος

  • 56 γένος

    γένος (γένος, -ει, -ος) = γενεά.
    a folk, clan, people, nation ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.25

    ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71

    κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν Blepsiadai O. 8.83

    εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει P. 5.124

    ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1

    ἕπεται δέ, ( ἐπέβα coni. Wil.) Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ ( πολυγνώτῳ γένει coni. Er. Schmid) N. 10.37

    καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54

    Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν ὑμνήσομεν; fr. 29. 2.

    ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; Pae. 9.20

    φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος fr. 164. πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν fr. 213. 3. and therefore, lineage, descent βασιλεύς, ἐξ

    ὠκεανοῦ γένος ἥρως δεύτερος P. 9.14

    of horses? Πος]ειδάνιο[ν] γένος[ (sc. ? ἵππων Bury) Pae. 2.41
    b children, offspring Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος ἀρήιον the children of Oidipous O. 2.42 τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες Agamemnon and Menelaos O. 13.58ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος, οἳ” the children of the Argonauts by the women of Lemnos P. 4.51 ἀνέρες, Ἐννοσίδα γένος Euphamos and Periklymenos P. 4.173 ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος (τὰς Γοργόνας. Σ.) P. 12.13 more generally, children, descendants, line: εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει the descendants of the people of Akragas O. 2.15

    τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου φυτευθὲν λοιπὸν αἰεὶ τέλλετο P. 4.256

    πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει P. 10.3

    Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28

    δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ (Wil.: ἐς γενεὰς codd.: ἐγγενὲς e Σ paraphr. Rittershusius: ἐς γένος Fulv. Orsinus: i. e. the descendants of Peleus) N. 4.68 ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας the line of Neoptolemos N. 7.39 Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει (Θηβαίοις. Σ.) I. 1.30 φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι Παρθ. 1. 13. specifically, child, son: “ οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι” Asklepios P. 3.41
    c fragg. ]γένος τε δαιμο[ Δ... ]ν γένος[ Θρ. 4b. 2.

    Lexicon to Pindar > γένος

  • 57 γῆρας

    (γῆρας, -αος, -αϊ, -ας)
    1 old age τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; O. 1.83

    αἰτήσων σέ φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22

    πατρὶ δὲ πατρὸς ἐνέπνευσεν μένος γήραος ἀντίπαλον O. 8.71

    νόσοι δοὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ P. 10.41

    ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραϊ N. 7.99

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44

    θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενονN. 10.83

    τοίαισιν ὀργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιόν I. 6.15

    ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41

    πρὶν ὀδυνηρὰ γήραος ς[ μ]ολεῖν Pae. 1.1

    ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.116

    Lexicon to Pindar > γῆρας

  • 58 γνώμα

    γνώμα (-ας, -ᾳ, -αν; -αις) (cf. Fränkel, W & F, 26̆{1}, Wil., Pind., 281̆{2}, Fraenkel on Agam. 1348.)
    a purpose

    εὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντες μακάρων τελετάς O. 3.41

    πρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον O. 4.16

    σφετέρας ἐστάθη γνώμας ἀταρβάκτοιο πειρώμενος P. 4.84

    φθονερὰ δἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν N. 4.40

    κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.45

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων i. e. purposefully I. 6.71 Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3.
    I κοινᾶνι παῤ εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ (v. l. γνώμᾳ. sc. Ἀπόλλων) P. 3.28 οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν (cf. fr. 213) N. 10.89

    κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ I. 4.72

    II and therefore, expectation

    πολλὰ δἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δοὔπω P. 12.32

    οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαὶ (sc. βροτῶν τὸ τερπνὸν) ἀποτρόπῳ γνώμᾳ σεσεισμένον (οὐ κατὰ τὴν ἡμῶν δόκησιν. Σ. Schr.) P. 8.94
    c frag.

    γνώμας δὲ ταχείας συν[ Pae. 14.39

    Lexicon to Pindar > γνώμα

  • 59 δένδρεον

    δένδρεον (-εον, -έῳ; -εα, -έων, -εα))
    1 tree

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων O. 2.73

    ἀλλοὐ καλὰ δένδρἐἔθαλλεν χῶρος O. 3.23

    τόθι δένδρεα θάμβαινε σταθείς O. 3.32

    αὔξεται δ' ἀρετά, χλωραῖς ἐέρσαις ὡς ὅτε δένδρεον ᾄσσει (Boeckh: ἀίσσει codd.: lacunam statuit F. Vogt) N. 8.40

    δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλοῦτῳ ἴσον N. 11.40

    < δενδρέοις> (supp. Wil.) Θρ... δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι fr. 153. ἐπὶ λεπτῷ δενδρέῳ (sc. βαίνειν· δένδρῳ codd.: corr. Boeckh) fr. 230.

    Lexicon to Pindar > δένδρεον

  • 60 δόξα

    δόξᾰ (-α, -ας, -ᾳ, -αν.)
    a opinion, thought

    ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών O. 10.63

    ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.36

    ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον, ἐμὰν δόξαν κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ' ἀντιπάλων (κατὰ τὴν ἐμὴν δόκησιν. Σ) N. 11.24
    b reputation; fame

    ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64

    ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει P. 1.92

    ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν P. 2.64

    τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.25

    δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.75

    αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.105

    τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.34

    ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ N. 11.9

    ψυχὰν Ἀίδᾳ τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.68

    ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν I. 3.16

    ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.11

    σὺν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον I. 6.12

    νεῶν δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. ] δοξαν[ P. Oxy. 841. fr. 49. c. gen. δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας ( a reputation for?) O. 6.82

    Lexicon to Pindar > δόξα

См. также в других словарях:

  • φέρειν — φέρω fero pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρὴ. — τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρὴ. См. Что Бог послал, то и наше …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • носити — НО|СИТИ (518), ШОУ, СИТЬ гл. 1. Держа, перемещать, переносить: И се изидоша ис полатъ тѣхъ мѹжи крилати... носѧште ларѣ •д҃•ри (φέροντες) Изб 1076, 271; и повѣдааше съ нима видѣвъ георги˫а... ход˫аща съ нима и нос˫аща свѣщю. СкБГ XII, 19г; и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -нос — взнос, занос, поднос, понос, ст. слав. поносъ ὄνειδος, сербохорв. по̀нос гордость , принос дар . Связано чередованием гласного с несу (см.). Ср. лит. užnаšаi складчина , рrãnаšаs пророк (Траутман, ВSW 198). Сюда же носить, ношу, укр. носити, др …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • несу — нести, укр. нести, др. русск., ст. слав. нести, несѫ φέρειν, ἐκκομίζειν, болг. неса, сербохорв. нѐсе̑м, нѐсти, словен. nesti, nesem, чеш. nesti, nesu, слвц. niеst᾽, nesiem, польск. niesc, niosę, в. луж. nesc, н. луж. nasc. Родственно лит.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • терпеть — терплю, терпнуть цепенеть, застывать , укр. терпiти терплю, потерпати цепенеть (от страха) , ст. слав. трьпѣти φέρειν, ὑπόμένειν (Супр.), болг. тръпна, търпя терплю (Младенов 641), сербохорв. трпљети, трпи̑м, трнути, тр̑не̑м цепенеть , словен.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Tocopherol — Tocopherols (or TCP) are a class of chemical compounds of which many have vitamin E activity. It is a series of organic compounds consisting of various methylated phenols. Because the vitamin activity was first identified in 1936 from a dietary… …   Wikipedia

  • Aceras anthropophorum — Ohnhorn Ohnhorn (Aceras anthropophorum) Systematik Familie: Orchideen (Orchidaceae) …   Deutsch Wikipedia

  • Alpha-Tocopherol — Strukturformel RRR Isomer Allgemeines Trivialname Vitamin E Andere Namen α To …   Deutsch Wikipedia

  • Amphore — Gebrauchsamphoren, Bodrum Eine Amphore bzw. Amphora (von altgriechisch ἀμφορεύς amphoreus ‚zweihenkliges Tongefäß‘; gebildet aus ἀμφί amphí ‚auf beiden Seiten‘ sowie φέρειν phérein ‚tragen‘) …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»