Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φάτιν

См. также в других словарях:

  • φάτιν — φάτις voice from heaven fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάτις — εως και ιων. τ. ιος, ἡ, Α 1. ανθρώπινη φωνή, ομιλία, λόγος 2. είδηση, φήμη («αὐγὴν πυρὸς φέρουσαν ἐκ Τροίας φάτιν», Αισχύλ.) 3. αντικείμενο φήμης, θέμα ομιλίας («φάτιν ἄφραστον», Σοφ.) 4. φωνή από τον ουρανό ή από μαντείο, χρησμός («ἀπὸ...… …   Dictionary of Greek

  • AGATHIAS — sive ut se in Epigrammatis vocat, Agathius, historicus Graecus, natus Myrinae, quae in asia veterum Aeolensium colonia fuit, ad ostia Pythici fluv. sita, ut ipse in Praefatione ait, ubi et se patre Memnoniô progagatum asserit, ac iuri et legibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ …   Dictionary of Greek

  • μήποτε — (ΑΜ μήποτε, Α και μή ποτε και ιων. τ. μήκοτε, Μ και μήποτες) 1. (ως επίρρ. με απαγορευτική σημ.) με κανέναν τρόπο, για κανέναν λόγο («ὡς Ζεὺς μήποτ ἄρξειεν θεῶν», Αισχύλ.) 2. (ως σύνδ. με ερωτηματική σημ.) μήπως («αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν...… …   Dictionary of Greek

  • μαψίδιος — μαψίδιος, ον και μαψίδιος, η, ον (Α) 1. μάταιος, ψευδής («τὸ δ ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν», Ευρ.) 2. ανωφελής, μηδαμινός, ασήμαντος. επίρρ... μαψιδίως ανόητα, απερίσκεπτα, άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + κατάλ. ίδιος (πρβλ. λαθρ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • προσφωνώ — προσφωνῶ, έω, ΝΜΑ απευθύνω σε κάποιον χαιρετιστήριο λόγο, κάνω προσφώνηση, προσαγορεύω (α. «τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας προσφώνησε ο δήμαρχος» β. «πολλῆς δὲ σιγῆς γενομένης προσεφώνησε... λέγων», ΚΔ) αρχ. 1. καλώ κάποιον με το όνομά του… …   Dictionary of Greek

  • πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… …   Dictionary of Greek

  • φθονώ — φθονῶ, έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν κατέχομαι από φθόνο, είμαι ζηλόφθονος (α. «κάλλιο να σε φτονούν παρά να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ. β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῑς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.) αρχ. 1. λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῑς ἄπαις οὖσ , εἰ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»