Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μαψιδίως

См. также в других словарях:

  • μαψιδίως — μαψίδιος vain adverbial μαψίδιος vain masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαψίδιος — μαψίδιος, ον και μαψίδιος, η, ον (Α) 1. μάταιος, ψευδής («τὸ δ ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν», Ευρ.) 2. ανωφελής, μηδαμινός, ασήμαντος. επίρρ... μαψιδίως ανόητα, απερίσκεπτα, άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + κατάλ. ίδιος (πρβλ. λαθρ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»