-
1 αποστερώ
ἀποστερέωrob: aor subj pass 1st sg (attic epic doric)ἀποστερέωrob: fut ind act 1st sg (attic epic doric)ἀποστερέωrob: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀποστερέωrob: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 ἀποστερῶ
ἀποστερέωrob: aor subj pass 1st sg (attic epic doric)ἀποστερέωrob: fut ind act 1st sg (attic epic doric)ἀποστερέωrob: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀποστερέωrob: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 αποστερώ
-
4 αποστερώ
etw. Gen. entbehren [ermangeln, vermissen lassen] -
5 αποστερώ
depriveΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποστερώ
-
6 deprive
αποστερώ -
7 лишать
лишатьнесов (кого-л., чего-л.) στερώ, ἀποστερώ, ἀφαιρώ:\лишать гражданских прав ἀποστερώ τῶν πολιτικών δικαιωμάτων \лишать свободы φυλακίζω· \лишать наследства ἀποκληρώνω· \лишать кого-л. жизни σκοτώνω κάποιον, ἀφαιρώ τή ζωή κάποιού \лишать себя жизни αὐτοκτονω. -
8 ἀπο-στερέω
ἀπο-στερέω, 1) berauben, a) τινά τινος Aesch. Prom. 683; Soph. O. R. 1381; Thuc. 1, 69; ἄλλων ἡδονῶν ἀποστερεῖ Plat. Prot. 353 e u. öfter; auch Folgde, z. B. τῶν πατρῴων Dem. 29, 3; dah. pass., ἀπεστερημένη τινός Soph. El. 803; vgl. Plat. Conv. 219 d Rep. I, 329 a; auch bloß τινά, ἦρχε αὐτὸς ἀποστερήσας τοὺς παῖδας (sc. ἀρχῆς) Her. 7, 155. – b) τί, rauben, entreißen, Aesch. Suppl. 1048; ἀπεστέρηκας τὸν βίον Soph. Phil. 919 (auch τινός τι 1267, wie Xen. Hell. 4, 1, 20); φάτιν O. R. 323, vorenthaltend, Schol. οὐ λέγων; – τοὺς μισϑούς Plat. Gorg. 519 c; übh. entziehen, vorenthalten, Ggstz δοῠναι Charm. 172 c; u. παρέχειν, εὐφροσύνας Xen. Mem. 3, 8, 10; bes. was man zu geben verpflichtet ist, An. 7, 7, 48; Dem. 21, 44, das Geliehene; so auch – c) τινά τι, futur. pass. ἀποστερηϑήσομαι Dem. 1, 22; ἀποστερήσομαι 39, 11; ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσϑαι Ar. Nub. 1072, kann fut. zu ἀποστέρω sein; Xen. An. 6, 4, 23; Isocr. 4, 142; διδασκάλους μισϑούς Dem. 27, 96. 28, 13; ἀποστερούμενοι χρήματα Plat. Theaet. 201 b; ἵππους ἀπεστέρηνται Xen. Cyr. 6, 1, 12. – 2) intr., fehlen, bes. impers., ἀποστερεῖμε, es fehlt mir, Eur. Hel. 583.
-
9 αποστερισκω
Soph. и ἀποστέρω Isocr. = ἀποστερέω См. αποστερεω -
10 лишать
[λισάτ'] ρ. αφαιρώ, αποστερώ -
11 лишать
[λισάτ'] ρ αφαιρώ, αποστερώ -
12 лишить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лишённый, βρ: -шён, -шена, -шеюρ.σ.μ.στερώ, αποστερώ αφαιρώ•лишить свободы στερώ της ελευθερίας•
лишить гражданских прав στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•
-возможности στερώ της δυνατότητας•
лишить чина καθαιρώ του αξιώματος•
лишить наследства αποκληρώνω•
лишить удобного случая στερώ της κατάλληλης ευκαιρίας.
εκφρ.лишить слова – στερώ του λόγου (δε δίνω το λόγο να μιλήσει)•лишить жизни – αφαιρώ τη ζωή (φονεύω).στερούμαι, χάνω•лишить чувств χάνω τις αισθήσεις•
лишить разума χάνω το λογικό•
чувства слуха χάνω την ακοή, κουφαίνρμαι•
доверия χάνω την εμπιστοσύνη.
εκφρ.лишить рассудка – χάνω τα λογικά μου (παραφρονώ). -
13 обездолить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обездоленный, βρ: -лен, -а, -оκάνω κάποιον άμοιρο, άκληρο, φτωχό• αποστερώ του παντός. -
14 отколоть
отколоть 1-колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -оρ.σ.μ.1. αποκόπτω, κόβω, σπάζω, θραύω αποσπώ•отколоть кусочек сахару σπάζω ένα κομματάκι ζάχαρη•
отколоть щепку от полена βγάζω μια σχίζα από το κούτσουρο•
отколоть глыбу льда σπάζω ένα μεγάλο κομμάτι πάγο.
|| μτφ. αποχωρίζω, ξεμοναχιάζω, ξεκόβω καταδιώκοντας•отколоть оленя от стада ξεμοναχιάζω το ελάφι από το κοπάδι.
|| μτφ. αποσπώ• αποστερώ.2. (απλ.) εκφράζομαι άστοχα, άκαιρα, άτοπα•отколоть словцо λέγω άστοχη λεξούλα•
отколоть шутку λέγω άκαιρο (άτοπο) αστείο.
|| χορεύω επιδέξια.αποσπώμαι, σπάζω, αποκόπτομαι. || μτφ. ξεκόβω, απομονώνομαι•-от товарищей ξεκόβω από τους συντρόφους.
отколоть 2-олю, -олешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -оρ.σ.μ.ξεκαρφιτσώνω•отколоть бант ξεκαρφιτσώνω το φιόγκο•
отколоть булавку βγάζω την παραμάνα (καρφίτσα).
ξεκαρφιτσώνομαι. -
15 рубашка
-и θ.1. πουκάμισο. || το νυχτικό η νυχτικιά (γυναικεία ή παιδική).2. το πίσω μέρος των παιγνιόχαρτων.3. χρώμα τριχώμα-ματος.4. η εμβρυακή μεμβράνα.5. περίβλημα, περικάλυμμα.εκφρ.оставить в одной -е – απογυμνώνω, αποψιλώνω (αποστερώ του παντός)•остаться в одной -е – μένω χωρίς τίποτε, επί ξύλου κρεμάμενος. -
16 ἀποστερέω
ἀποστερ-έω· —[voice] Pass., [tense] fut.A- στερηθήσομαι Lys.12.70
, v.l. in D.1.22; also- στερήσομαι E.HF 137
(lyr.), Th.6.91, D.24.210;ἀποστεροῦμαι And.1.149
: [tense] pf. ἀπεστέρημαι, etc.:—rob, despoil, defraud one of a thing, c. acc. pers. et gen. rei,χρημάτων ἀ. τινά Hdt.5.92
.έ; τὸν πατέρα τῆς τυραννίδος Ar.Av. 1605
; : c. acc. pers. et rei,μή μ' ἀποστερήσῃς ἡδονάν S.El. 1276
(lyr.), cf. Antipho 3.3.2, X.An.7.6.9, Is.8.43, etc.: abs., commit fraud, Ar.Nu. 487; ἀπεστερηκὼς ὑπ' ἀνάγκης being constrained to become a defaulter, Pl.Phdr. 241b;συνέστιον ὧν ἔκγονον ἢ ἀδελφὸν ἀπεστέρηκε γίγνεσθαι Id.Lg. 868d
:—[voice] Pass., to be robbed or deprived of, c. gen.,Ἑλλάδος ἀπεστερημένος Hdt.3.130
; ; ;ἁπάντων ἂν ἀπεστερήμην D.21.106
: c. acc.,ἵππους ἀπεστέρηνται X.Cyr.6.1.12
, etc.: abs., εἰ δ' ἀπεστερήμεθα if we have been frustrated, S.Aj. 782.2 ἀ. ἑαυτόν τινος detach, withdraw oneself from a person or thing,τῶν [ἀγαλμάτων].. ἀπεστέρησ' ἐμαυτόν Id.OT 1381
;οὐκ ἀποστερῶν γε τῶν ἐς τὴν πόλιν ἑαυτὸν οὐδενός Antipho 5.78
;ἄλλου ἑαυτὸν ἀ. Th.1.40
;ἀ. ἑαυτὸν τοῦ φρονεῖν Crobyl.3
; ἐκείνους.. ἀ. μὴ ἂν.. ἀποτειχίσαι deprive them of the power of walling off, Th.7.6:—reversely,ἀ. τὸν ἔλεον ἑαυτοῦ Plu.Aem.26
, cf.Dem.4.4 c. acc. rei only, filch away, S.Ph. 931; withhold, A.Pr. 777, S.OT 323, Ar.Nu. 1305; refuse payment of a debt, D.21.44, etc.; refuse to give up,παρακατ αθήκην Arist.Rh. 1383b21
; Ζεὺς ἀποστεροίη γάμον may he avertit, A.Supp. 1063(lyr.).5 τὸ σαφές μ' ἀποστερεῖ certainty fails me, E.Hel. 577.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποστερέω
См. также в других словарях:
αποστερώ — (ΑΜ ἀποστερῶ, έω) 1. στερώ, αφαιρώ από κάποιον κάτι που του ανήκει 2. αποστερούμαι αποβάλλω, χάνω αρχ. παίρνω με απάτη, εξαπατώ 2. αποτυγχάνω 3. κλέβω, κατακρατώ 4. (για χρέη) αρνούμαι να πληρώσω 5. (Λογ.) εξάγω αρνητικό συμπέρασμα 6. φρ.… … Dictionary of Greek
αποστερώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που είχε: Τους είχε αποστερήσει από την ελευθερία. 2. κρατώ από κάποιον κάτι που έπρεπε να του δώσω: Αποστέρησε τον αδελφό του από την πατρική κληρονομιά. Το μέσ. αποστερούμαι χάνω: Αποστερήθηκε τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποστερῶ — ἀποστερέω rob aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἀποστερέω rob fut ind act 1st sg (attic epic doric) ἀποστερέω rob pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀποστερέω rob pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέρδω — ἀμέρδω (Α) 1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που τού ανήκει, στερώ, αποστερώ 2. αποστερώ κάποιον από τα φυσικά του δικαιώματα 3. (για τα μάτια) θαμπώνω, τυφλώνω 4. (το ενεργητικό όπως και το μέσο με παθητική σημασία) στερούμαι, χάνω 5. ό,τι και το… … Dictionary of Greek
αλλοτριώνω — (Α ἀλλοτριῶ, όω) 1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω 2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλου νεοελλ. 1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ 2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό του αρχ. Ι. ενεργ. 1. στερώ … Dictionary of Greek
απαμείρω — (Α) [αμείρω] αποστερώ από κάποιον το μερίδιο του σε κάτι … Dictionary of Greek
απεκδύομαι — (Α ἀπεκδύομαι) νεοελλ. (της ευθύνης) πετώ από πάνω μου, δεν αναλαμβάνω αρχ. 1. βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι 2. ρίχνω, πετώ μακριά μου 3. απογυμνώνω, αποστερώ … Dictionary of Greek
απονοσφίζω — ἀπονοσφίζω (Α) [απονόσφι] 1. αποστερώ, αποκλείω κάποιον από κάτι 2. αφαιρώ, αρπάζω 3. προσπαθώ να διώξω μακριά μου … Dictionary of Greek
αποξενώνω — (ἀποξενώνω, AM ἀποξενῶ, όω) απομακρύνω κάποιον και τον θεωρώ ξένο νεοελλ. αποστερώ κάποιον από δικαιώματα του μσν. νεοελλ. ( ομαι) παύω να έχω σχέση με κάτι μσν. χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ αρχ. 1. εξορίζω κάποιον 2. υποστηρίζω ότι κάτι δεν… … Dictionary of Greek
απορραίω — ἀπορραίω (Α) [ραίω] στερώ από κάποιον κάτι, αποστερώ … Dictionary of Greek
αποσπώ — (ΑΜ ἀποσπῶ, άω) 1. τραβώ βίαια, αποχωρίζω 2. απομακρύνω κάποιον από κάτι μσν. νεοελλ. 1. τραβώ, ξεριζώνω 2. (για δέντρα) σπάζω 3. ελευθερώνω νεοελλ. (για υπαλλήλους και στρατιωτικούς) μετακινώ κάποιον προσωρινά από την οργανική του θέση σε άλλη… … Dictionary of Greek