-
1 φασείς
-
2 φασεῖς
-
3 Φάσεις
Φά̱σεις, Φᾶσιςthe river Phasis: masc nom /voc pl (attic epic)Φά̱σεις, Φᾶσιςthe river Phasis: masc nom /acc pl (attic) -
4 φάσεις
φάσις 1denunciation: fem nom /voc pl (attic epic)φάσις 1denunciation: fem nom /acc pl (attic)φάσις 2utterance: fem nom /voc pl (attic epic)φάσις 2utterance: fem nom /acc pl (attic)φά̱σεις, φημίSpir. Prooem.aor subj act 2nd sg (epic doric)φά̱σεις, φημίSpir. Prooem.fut ind act 2nd sg (doric) -
5 διχοτόμος
δῐχο-τόμος, ον,A cutting in two, Ammon.p.44V.: but,II proparox., διχότομος, ον, cut in half, divided equally, ; δ. σελήνη the half-moon, Id.Pr. 911b36, Aristarch.Sam. Hyp.3, Gem.9.8, prob. in Plu.2.929f;σελήνης σύμβολον τὸ δ. Porph.
ap.Eus.PE3.11; μέχρι διχοτόμου till the second quarter, Antyll. ap. Orib.9.3.2; κατ' ἀμφοτέρας τὰς διχοτόμους (sc. φάσεις ) at the first and third quarters, Ptol.Alm.5.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διχοτόμος
-
6 δόξα
A expectation, οὐδ' ἀπὸ δόξης not otherwise than one expects, Il.10.324, Od.11.344; in Prose,παρὰ δόξαν ἢ ὡς κατεδόκεε Hdt.1.79
, etc.; ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος hoping for.., Pi.O. 10(11).63; δόξαν παρέχειν τινὶ μὴ ποιήσεσθαι .. to make one expect that.., X.HG7.5.21; δόξαν παρέχεσθαί τινι ὡς .., c. part., Pl.Sph. 216d; ἀπὸ τῆς δ. πεσέειν, = Lat. spe excidere, Hdt.7.203.II after Hom., notion, opinion, judgement, whether well grounded or not,βροτῶν δόξαι Parm.1.30
, cf. 8.51;ψυχῆς εὐτλήμονι δόξῃ A.Pers.28
(anap.);ἃ δόξῃ τοπάζω S.Fr. 235
;δόξῃ γοῦν ἐμῇ Id.Tr. 718
; κατά γε τὴν ἐμήν, with or without δόξαν, Pl.Grg. 472e, Phlb. 41b: opp. ἐπιστήμη, Id.Tht. 187b sq., R. 506c, Hp. Lex 4, Arist.Metaph. 1074b36;φάσεις καὶ δ. Id.EN 1143b13
; opp. νόησις, Pl.R. 534a; ἀληθεῖ δόξῃ δοξασταί capable of being subjects of true opinion, Id.Tht. 202b;δ. ἀληθεῖς ἢ ψευδεῖς Id.Phlb. 36c
;δόξης ὀρθότης ἀλήθεια Arist.EN 1142b11
;δ. ἐμποιεῖν περί τινος Id.Pol. 1314b22
; κύριαι δ. philosophical maxims, title of work by Epicurus, Phld.Ir.p.86 W., etc.;αἱ κοιναὶ δ.
axioms,Arist.
Metaph. 996b28.2 mere opinion, conjecture, δόξῃ ἐπίστασθαι, ἡγεῖσθαι, imagine, suppose (wrongly), Hdt.8.132, Th.5.105;δόξης ἁμαρτία Id.1.32
; δόξαι joined with φαντασίαι, Pl.Tht. 161e, cf. Arist.Ph. 254a29 (but distd. fr. φαντασίαι, Id.de An. 428a20); κατὰ δόξαν, opp. κατ' οὐσίαν, Pl.R. 534c; ὡς δόξῃ χρώμενοι speaking by guess, Isoc.8.8, cf. 13.8.3 fancy, vision,δ. ἀκόνας λιγυρᾶς Pi.O.6.82
;δ. βριζούσης φρενός A.Ag. 275
;οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων Id.Ch. 1053
, cf. 1051; of a dream, E.Rh. 780;δ. ἐνυπνίου Philostr.VA1.23
: pl., hallucinations, Alex.Trall.1.17.III the opinion which others have of one, estimation, repute, first in Sol.13.4 ἀνθρώπων δόξαν ἔχειν ἀγαθήν, cf. 34;δ. ἐπ' ἀμφότερα φέρεσθαι Th.2.11
.2 mostly, good repute, honour, glory, Alc.Supp.25.11, A.Eu. 373 (lyr., pl.), Pi.O.8.64, etc.;δόξαν φύσας Hdt.5.91
; δόξαν σχεῖν τινός for a thing, E.HF 157;ἐπὶ σοφίᾳ δ. εἰληφώς Isoc.13.2
;ἐπὶ καλοκἀγαθίᾳ καὶ σωφροσύνῃ δ. ὁμολογουμένην πεποιημένος Plb.35.4.8
;δόξαν ἀντὶ τοῦ ζῆν ᾑρημένος D.2.15
;δόξαν εἶχον ἄμαχοι εἶναι Pl.Mx. 241b
; δ. ἔχειν ὥς εἰσι .. D.2.17;δ. καταλιπεῖν Id.3.24
: in pl.,οἱ ἐν ταῖς μεγίσταις δόξαις ὄντες Isoc.4.51
.3 rarely of ill repute, [δ.] ἀντὶ καλῆς αἰσχρὰν τῇ πόλει περιάπτειν D.20.10
;λαμβάνειν δ. φαύλην Id.Ep.3.5
;κληρονομήσειν τὴν ἐπ' ἀσεβείᾳ δ. Plb. 15.22.3
.4 popular repute or estimate,εἰσφέρων οὐκ ἀφ' ὑπαρχούσης οὐσίας.. ἀλλ' ἀπὸ τῆς δόξης ὧν ὁ πατήρ μοι κατέλιπεν D.21.157
.IV of external appearance, glory, splendour, esp. of the Shechinah, LXX Ex.16.10, al.;δ. τοῦ φωτός Act.Ap.22.11
: generally, magnificence,πλοῦτον καὶ δ. LXX Ge.31.16
, cf. Ev.Matt.4.8, al.; esp. of celestial beatitude, 2 Ep.Cor.4.17: pl., 1 Ep.Pet.1.11; also of illustrious persons, dignities,δόξας οὐ τρέμουσιν 2 Ep.Pet.2.10
;δ. βλασφημεῖν Ep.Jud.8
. -
7 συντελέω
A (Halic.. iv/iii B.C.), [dialect] Att. (Rhamnus, iii B.C.):—bring to an end, complete, σ. τὴν δαπάνην make up the whole expense, D.14.20; σ. εἰς τὰ ἑκατὸν ἅρματα make up the number of the chariots to one hundred, X.Cyr.6.1.50; of a workman, σ. γεῖσον finish it off, Lys.Fr. 185 S. ([voice] Pass.), cf. IG12.372E14; στέφανον Test. ap. D.21.22;ναῦς Plb.1.21.3
([voice] Pass.); σ. ταχύ finish it in a hurry, Alex.149.12; σ. τὴν ἐπίνοιαν accomplish it, Plb.4.81.3; , Gal.15.59:—[voice] Med.. Plb.1.9.6, PFay.12.8 (ii B.C.), D.S.1.59;ἵνα περὶ ὧν καταπέπλευκας συντετελεσμένος.. ἀναπλεύσῃς PSI6.614.9
(iii B.C.), cf. Plb.5.100.9:— [voice] Pass., Inscr.Délos 502 A 15 (iii B.C.), PCair.Zen.124.7 (iii B.C.), D.S.12.26, Ev.Marc.13.4, etc.;λιθάρια συντετελεσμένα PHolm.5.4
.b [voice] Act., c. inf., σ. καταφαγεῖν finish eating, LXX Ge.43.2, cf. Si.24.28: c. part., ib.Nu.4.15, 3 Ki.8.54.c perpetrate, (i B.C.):—[voice] Med.,περὶ ὧν συντετέλεσται, τυχεῖν αὐτὸν.. τιμωρίας PEnteux.50.7
(iii B.C.), cf. Klio 16.150 (Delph., ii B.C.):— [voice] Pass., SIG684.5 (Dyme, ii B.C.), BGU1762.7, al. (i B.C.).2 [voice] Pass., to be caused, brought about, freq. in Epicur., πλεοναχῶς ς., of a plurality of causes, Ep.2p.37U., cf. p.50 U.; simply, occur, happen,τὰς συντελουμένας.. φάσεις Ptol.Phas.p.10
H.3 celebrate or hold sacred rites, ; , al., Supp.Epigr.1.366.29 (Samos, iii B.C.);τὴν ἡμέραν Epicur.Fr. 217
; τὸν ἀγῶνα, τὴν πανήγυριν, D.S.11.29, 17.16;τὰ Ἴσθμια Plu.Ages.21
; (Cyzicus, i B.C.):—[voice] Pass., θυσία τῷ Διὶ ς. Arist.Mir. 844a35, cf. PEnteux.6.6 (iii B.C.).II pay towards common expenses, contribute,σ. ἑξήκοντα τάλαντα Aeschin.3.95
; but mostly without the sum expressed, ἐν ταῖς εἰσφοραῖς σ. εἰς τὸν πόλεμον contribute by payment of the εἰσφοραί towards the war, D.20.28.2 generally, contribute, πρὸς or εἰς τὴν γένεσιν, Arist.GA 715a12, HA 509a29;πρὸς μίαν ἀρχήν Id.PA 669b19
; πρὸς ἓν ἅπαντα ς. Id.EN 1096b28;εἰς ἀνάδοσιν τροφῆς Gal.15.196
: also c. dat., to be of service, be profitable, help,τῷ βίῳ Alex.271
;τῇ λεπτυνούσῃ διαίτῃ Gal.Vict.Att. 6
;τινὶ πρός τι Luc.Alex.36
:—[voice] Pass., to be contributed, , al.3 ὧν οὐδὲν εἰς τὴν ἐξαλλαγὴν σ. τῆς ἐπιμελείας none of which make for (require) a change of treatment, Sor.2.17.III since at Athens all citizens were classed acc. to their rateable property, and the contributions to which they were liable, σ. εἰς.. meant to belong to a class, be counted in it (cf.τελέω 11.3
),σ. εἰς ἄνδρας Isoc.12.212
;εἰς τοὺς νόθους D.23.213
; ἐς τὸ μετοικικόν, ἐς τὸ συνέδριον, Luc.Bis Acc.9, Deor.Conc.15: c. dat.,σ. τῷ χορῷ Alciphr.3.71
.2 σ. ἐς Ἀθήνας, ἐς Ὀρχομενόν, εἰς τὸ Ἀρκαδικόν, used of communities united in or to a state, Th.2.15, 4.76, X.HG7.4.12: c. dat.,σ. Θηβαίοις Isoc.14.8
, cf. Plu.Arat.34: abs., Μακεδονίας καὶ τῶν συντελούντων the tributaries, ib.54: cf. sq. 111.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντελέω
-
8 φαμάξαι
φαμάξαι· φάσεις, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαμάξαι
-
9 φάσις
A denunciation, information laid, , cf. Lys.Fr. 209 S., Din.Fr.89.36, D.25.78, Lex ap.eund.35.51;ἡ περὶ τὸ πλοῖον φ. Id.58.5
, cf. SIG695.83 (Magn.Mae., ii B. C.).II ([etym.] φαίνομαι) appearance, of stars, Ti.Locr.97 b, Arist.Mete. 342b34, Nic.Th. 122, Phld.D.3.10, etc.: special uses,a πρὸς τὸν ὁρίζοντα φ. appearance above the horizon, opp. ὑπὸ τὸν ὁρίζοντα κρύψις, Gem.13.2.b heliacal rising, opp. κρύψις, φ. ἑῷαι, ἑσπέριαι, Ptol. Tetr.99, cf. Alm.8.6, al.c including the previous signf. and κρύψεις, Id.Phas.p.3 H., al. (pl.), Vett.Val. 241.30 (pl.).------------------------------------II statement, proposition, comprehending both κατάφασις and ἀπόφασις ( affirmation and denial), these being αἱ ἀντικείμεναι φ., ib. 21b18, Metaph. 1011b14, 1062a6;ἀναπόδεικτοι φ. Id.EN 1143b12
: opp. ζήτησις, ib. 1142b14.3 mere assertion, without proof, PCair.Zen.620.20 (iii B.C.), Hipparch 2.2.23, Phld.Rh.2.296 S.: pl., Mitteis Chr. 31 ix 8 (ii B.C.), Hipparch.1.1.9, Phld.Mus.p.77 K.4 judgement, sentence, Greg.Cor. in Hermog. in Rh.7(2).1121 W.5 rumour, Act.Ap. 21.31; but, tidings,καλαὶ φ. POxy. 805
(i B. C.); πέμψον μοι τὴν φ. send me word, ib. 2149.17 (ii/iii A.D.), cf. 293.4,8 (i A.D.), 530.30 (ii A. D.).6 in Music, dub. sens., ἐνῆς ( = ἐνῆν)ἐν τῷ μέλει πολλὰ φ. IG7.1818.7
(Thespiae, iii B. C.). -
10 ἀκρόνυχος
ἀκρό-νῠχος (A), ον,A at nightfall, ;ἀνατολαί Thphr.Sign.2
;φάσεις Procl.Hyp.5.66
;σφάζων ἀκρόνυχος Theoc.Beren.3
, cf. Nic. Th. 761:—neut. as Adv., Arist.Pr. 942a23. (Written ἀκρώνυχος in PHib.27 (iii B. C.).)------------------------------------ἀκρ-όνῠχος (B), ον,A = ἀκρώνυχος, AP6.103 (Phil.), Q.S.8.157.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόνυχος
-
11 ἀνατολικός
A eastern,ἡμισφαίριον Str.2.3.2
;στοά J.AJ20.9.7
, al.; : [comp] Comp., Str.2.1.27, Marin.Procl. 36: [comp] Sup., Marcian.Peripl.1.6,al.2 ἀνατολικοί, οἱ, = Orientales, title of a numerus, PFlor.278V1 (iii A.D.).3 ἀ. χρόνος time occupied in rising, Gem.7.18, Ptol.Alm.2.11;ἀ. φάσεις Ptol.Tetr. 99
; but ἀ. σελήνη waxing moon, Xenccr. ap. Orib.2.58.77, Ptol.Tetr. 116.II Subst. ἀνατολικόν, τό, = κλύμενον, of a flower opening at sunrise, Ps.-Dsc.4.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνατολικός
-
12 ἑπτάωρος
ἑπτά-ωρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπτάωρος
См. также в других словарях:
φασεῖς — φᾱσεῖς , φημί Spir. Prooem. fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάσεις — Φά̱σεις , Φᾶσις the river Phasis masc nom/voc pl (attic epic) Φά̱σεις , Φᾶσις the river Phasis masc nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσεις — φάσις 1 denunciation fem nom/voc pl (attic epic) φάσις 1 denunciation fem nom/acc pl (attic) φάσις 2 utterance fem nom/voc pl (attic epic) φάσις 2 utterance fem nom/acc pl (attic) φά̱σεις , φημί Spir. Prooem. aor subj act 2nd sg (epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ταυρομάχια — (στα ισπανικά corrida de toros ή απλά corrida). H δημοφιλέστερη λαϊκή αθλητική εκδήλωση στην Ιβηρική χερσόνησο. Η πάλη του ανθρώπου με τον ταύρο ήταν από την αρχαιότητα απόδειξη θάρρους και ικανότητας· την εκτιμούσαν ως θέαμα και ως άθλημα οι… … Dictionary of Greek
ταυρομαχία — (στα ισπανικά corrida de toros ή απλά corrida). H δημοφιλέστερη λαϊκή αθλητική εκδήλωση στην Ιβηρική χερσόνησο. Η πάλη του ανθρώπου με τον ταύρο ήταν από την αρχαιότητα απόδειξη θάρρους και ικανότητας· την εκτιμούσαν ως θέαμα και ως άθλημα οι… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek