Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φάσεις

См. также в других словарях:

  • φασεῖς — φᾱσεῖς , φημί Spir. Prooem. fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φάσεις — Φά̱σεις , Φᾶσις the river Phasis masc nom/voc pl (attic epic) Φά̱σεις , Φᾶσις the river Phasis masc nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάσεις — φάσις 1 denunciation fem nom/voc pl (attic epic) φάσις 1 denunciation fem nom/acc pl (attic) φάσις 2 utterance fem nom/voc pl (attic epic) φάσις 2 utterance fem nom/acc pl (attic) φά̱σεις , φημί Spir. Prooem. aor subj act 2nd sg (epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ταυρομάχια — (στα ισπανικά corrida de toros ή απλά corrida). H δημοφιλέστερη λαϊκή αθλητική εκδήλωση στην Ιβηρική χερσόνησο. Η πάλη του ανθρώπου με τον ταύρο ήταν από την αρχαιότητα απόδειξη θάρρους και ικανότητας· την εκτιμούσαν ως θέαμα και ως άθλημα οι… …   Dictionary of Greek

  • ταυρομαχία — (στα ισπανικά corrida de toros ή απλά corrida). H δημοφιλέστερη λαϊκή αθλητική εκδήλωση στην Ιβηρική χερσόνησο. Η πάλη του ανθρώπου με τον ταύρο ήταν από την αρχαιότητα απόδειξη θάρρους και ικανότητας· την εκτιμούσαν ως θέαμα και ως άθλημα οι… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»