Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

υγγος

См. также в других словарях:

  • στόρθυγξ — υγγος, ἡ, Α 1. μυτερή άκρη τής στεριάς 2. το άκρο τού κέρατος τού ελαφιού 3. ο χαυλιόδοντας τού αγριόχοιρου 4. κόσμημα τής κόμης, σαυρωτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στόρ θ υγξ, υγγος (< στόρθη με εκφραστικό επίθημα υγξ, υγγος, πρβλ. λάρ υγξ, φάρ υγξ)… …   Dictionary of Greek

  • παντοφάρυγξ — υγγος, ὁ, ΜΑ γαστρίμαργος, λαίμαργος, αδηφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + φάρυγξ (πρβλ. μακρο φάρυγξ)] …   Dictionary of Greek

  • Faringe — (Del gr. pharynx, yngos.) ► sustantivo femenino ANATOMÍA Parte del aparato digestivo situada en el fondo de la boca y unida al esófago. * * * faringe (del gr. «phárynx, yngos») f. Anat. Parte del aparato digestivo que va desde la boca al esófago …   Enciclopedia Universal

  • Laringe — (Del gr. larynx, yngos, parte superior de la tráquea.) ► sustantivo femenino ANATOMÍA Órgano tubular del aparato respiratorio que comunica con la faringe y con la tráquea y en el que se forman los sonidos. * * * laringe (del gr. «lárynx,… …   Enciclopedia Universal

  • otorrinolaringología — (Del gr. us, otos, oreja, + ris, nariz, + larynx, laringe.) ► sustantivo femenino MEDICINA Parte de la medicina que estudia las enfermedades de oído, nariz y laringe. * * * otorrinolaringología (de «oto », «rino » y «laringología») f. Parte de la …   Enciclopedia Universal

  • laringología — (Del gr. larynx, yngos, parte superior de la tráquea + logos, ciencia.) ► sustantivo femenino MEDICINA Parte de la patología que estudia las enfermedades de la laringe. * * * laringología (del gr. «lárynx, láryngos», laringe, y « logía») f. Parte …   Enciclopedia Universal

  • αλάλυγξ — ἀλάλυγξ ( υγγος), η (Α) λυγμός, πνιγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με β΄ συνθ. τα ουσ. λύγξ «λόξυγγας». Το α’ συνθ. τής λ. είναι άγνωστο. Πιθανόν να συνδέεται με το ἀλαλὰ* ή να έχει σχέση με το ρ. ἀλῶμαι* «περιφέρομαι» ή ἀλύω* «είμαι… …   Dictionary of Greek

  • ηδυφάρυγξ — ἡδυφάρυγξ, υγγος, ὁ, ἡ (Α) γλυκός στον φάρυγγα, κατά την κατάποση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φάρυγξ] …   Dictionary of Greek

  • κυτταροφάρυγγας — ο ζωολ. εγκόλπωση τής μεμβράνης τών βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων η οποία αρχίζει από το κυτταρόστομα και λειτουργεί ως φάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytopharynx < cyt(ο) (βλ. κυτταρο ) + pharynx <… …   Dictionary of Greek

  • λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… …   Dictionary of Greek

  • λάρυγξ — λάρυγξ, υγγος, ὁ (ΑΜ) βλ. λάρυγγας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»