-
1 στόρθυγξ
στόρθυγξ, υγγος, ἡ, auch στόρθυξ, υγος, ἡ, die Spitze, Zinke, Zacke; κεραςφόρους στόρϑυγγας ἄρασα, vom Geweih des Hirsches, Soph. frg. 110 bei Ael. H. A. 7, 39; vgl. Jac. A. P. p. 128. 149; Antp. Sid. 27 (VI, 219).
-
2 στορθυγξ
-
3 στόρθυγξ
στόρθυγξpoint: masc /fem nom /voc sg -
4 στόρθυγξ
A point, spike, esp. tyne of a deer's horn, S.Fr.89.4; δικέραιος ς. AP6.111 (Antip.); tusk of a boar, Lyc.492; point or tongue of land, Id.761,865,1406; tag of hair, Com.Adesp.1152; = σαυρωτήρ, Sch.Il.13.443 (v.l. στρόφιγξ). (Cf. foreg.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόρθυγξ
-
5 στόρθυγξ
στόρθυγξ, υγγος, ἡ, auch στόρθυξ, υγος, ἡ, u. στόρθη, ἡ, die Spitze, Zinke, Zacke; κεραςφόρους στόρϑυγγας ἄρασα, vom Geweih des Hirsches -
6 στόρθυγξ
στόρθυγξ, - υγγοςGrammatical information: m. f.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)Etymology: Like the synonym στόνυξ an isolated poetic word with formation like φάρυγξ, σπῆλυγξ, σπόρθυγγες (s. σπύραθοι) a.o. from στόρθη τὸ ὀξὑ τοῦ δόρατος, καὶ ἐπιδορατίς H., which differs from OWNo. stirðr `stiff, unbending', storð f. `grass, green stalk' (IE * sterdh- or stert-, resp. str̥dh-, str̥t-) only in ablaut. Beside it with IE -d- a.o. OWNo. stertr m. `bird's tail', OHG a. NHG Sterz. Further forms w. lit. in Bq and WP 2, 630, Pok. 1023f. -- Finally to στερεός etc. (s. v.). -- No doubt a Pre-Greek word. (The etym. proposed has nothing to recommend it.) (Not in Furnée.)Page in Frisk: 2,802Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στόρθυγξ
-
7 εὐ-στόρθυγξ
εὐ-στόρθυγξ, υγγος, von einem guten Stamm gemacht; Priapus, Crinag. 6 (VI, 232); κορύνη Leon. Tar. 34 (VI, 35).
-
8 μονο-στόρθυγξ
μονο-στόρθυγξ, υγγος, aus einem Blocke geschnitzt, Priapus, Zon. 3 (VI, 22).
-
9 στόρθυγγα
στόρθυγξpoint: masc /fem acc sg -
10 στόρθυγγας
στόρθυγξpoint: masc /fem acc pl -
11 στόρθυγγος
στόρθυγξpoint: masc /fem gen sg -
12 στόρθυγξι
στόρθυγξpoint: masc /fem dat pl -
13 στόρθυγξιν
στόρθυγξpoint: masc /fem dat pl -
14 στορύνη
-
15 δι-κέραιος
δι-κέραιος, mit zwei Hörnern, Spitzen, στόρϑυγξ Antip. Sid. 19 (VI, 111).
-
16 ἁλί-βρωτος
ἁλί-βρωτος, dasselbe, στόρϑυγξ Lycophr. 760.
-
17 δικεραιος
-
18 ευστορθυγξ
-
19 μονοστορθυγξ
-
20 δικέραιος
δι-κέραιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικέραιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στόρθυγξ — point masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρθυγξ — υγγος, ἡ, Α 1. μυτερή άκρη τής στεριάς 2. το άκρο τού κέρατος τού ελαφιού 3. ο χαυλιόδοντας τού αγριόχοιρου 4. κόσμημα τής κόμης, σαυρωτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στόρ θ υγξ, υγγος (< στόρθη με εκφραστικό επίθημα υγξ, υγγος, πρβλ. λάρ υγξ, φάρ υγξ)… … Dictionary of Greek
στόρθυγγα — στόρθυγξ point masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρθυγγας — στόρθυγξ point masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρθυγγος — στόρθυγξ point masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρθυγξι — στόρθυγξ point masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόρθυγξιν — στόρθυγξ point masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εϋστόρθυγξ — ἐϋστόρθυγξ, ὁ, ἡ (Α) 1. κατασκευασμένος από γερό κλαδί 2. (για τον Πρίαπο) με προτεταμένο το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόρθυγξ «άκρη, αιχμή»] … Dictionary of Greek
μονοστόρθυγξ — μονοστόρθυγξ, υγγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο στέλεχος, με ένα πόδι, μονοπόδαρος («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στόρθυγξ «άκρο»] … Dictionary of Greek
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek
στόρθη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ὀξὺ τοῡ δόρατος καὶ ἐπιδορατίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στόρθυγξ] … Dictionary of Greek