-
1 ευστορθυγξ
-
2 εὐστόρθυγξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐστόρθυγξ
-
3 εὐστόρθυγξ
εὐ-στόρθυγξ, υγγος, von einem guten Stamm gemacht; Priapus -
4 ευστόρθυγγα
-
5 ἐυστόρθυγγα
-
6 ευστόρθυγγι
-
7 εὐστόρθυγγι
См. также в других словарях:
εϋστόρθυγξ — ἐϋστόρθυγξ, ὁ, ἡ (Α) 1. κατασκευασμένος από γερό κλαδί 2. (για τον Πρίαπο) με προτεταμένο το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόρθυγξ «άκρη, αιχμή»] … Dictionary of Greek
εὐστόρθυγγι — εὐστόρθυγξ consisting of a fine branch masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυστόρθυγγα — εὐστόρθυγξ consisting of a fine branch masc/fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)