Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐστόρθυγξ

См. также в других словарях:

  • εϋστόρθυγξ — ἐϋστόρθυγξ, ὁ, ἡ (Α) 1. κατασκευασμένος από γερό κλαδί 2. (για τον Πρίαπο) με προτεταμένο το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόρθυγξ «άκρη, αιχμή»] …   Dictionary of Greek

  • εὐστόρθυγγι — εὐστόρθυγξ consisting of a fine branch masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυστόρθυγγα — εὐστόρθυγξ consisting of a fine branch masc/fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»