-
1 πῆλυξ
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πῆλυξ
-
2 καρκινώδης
ης, ες раковый;καρκινώδης ΰγκος — раковая опухоль
См. также в других словарях:
λυκόλυγξ — λυκόλυγξ, υγκος, ὁ (Α) είδος ζώου που πιστευόταν ότι προέρχεται από διασταύρωση λύκου και λύγκο … Dictionary of Greek