-
1 πτύγξ
-
2 πτυγξ
πτυγγός ἥ ( или ὑβρίς) птинг ( род ночной хищной птицы) Arst. -
3 πτύγξ
-
4 πτύγξ
πτύγξ, υγγός, ἡ, ein Raubvogel -
5 πῶϋγξ
См. также в других словарях:
πτύγξ — πτυγγός, ὁ, Α 1. κουκουβάγια 2. μπούφος … Dictionary of Greek