-
1 τρόπους
τρόποςturn: masc acc plτροπόωmake to turn: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
2 μεταβάλλω
A : [tense] aor. μετέβᾰλον:—throw into a different position, turn quickly or suddenly, Hom.only once, in tmesi,μετὰ νῶτα βαλών Il.8.94
;χαλεπῶς μ. δέμας E.Hipp. 204
(anap.), cf. Gal.15.556;μ. θοἰμάτιον ἐπιδεξιά Ar.
l.c.; μ. γῆν turn, i.e. plough, the earth, X.Oec.16.14;μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἐκ θαλάσσης LXX Ex. 10.19
; μ. ποταμόν change the course of a river, Jul.Or.3.126d.II turn about, change, alter,τὸ οὔνομα Hdt.1.57
;τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1292b21
; [οἱ Βρίγες] τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας] Hdt.7.73;τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα Id.5.68
;μ. μορφήν τινος εἰς ἀνδρὸς φύσιν E.Ba.54
; [τινὰ] ἐπὶ κακόν Ar.Th. 723
;ἐπὶ τὸ βέλτιον Pl.R. 381b
; μ. δίαιταν change one's way of life, Th.2.16; μ. ὕδατα drink different water, Hdt.8.117;ὀργὰς μ. E.Med. 121
(anap.);μ. τοὺς τρόπους Ar.Pl.36
, Eup.357.7;μ. τὸ ἔθος Th.1.123
; μ. εὔνοιαν lose it, ib. 77;μ. χώραν ἐκ χώρας Pl.Tht. 181c
: freq. with Adjs., etc., implying change, μ. ἄλλους τρόπους change and adopt other ways, E.IA 343 (troch.); μ. ἄλλας γραφάς ib. 363 (troch.);εἶδος καινὸν μουσικῆς μ. Pl. R. 424c
;πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου -βάλλουσα τύραννον Plu.Tim.1
; μ. ἀντὶ τοῦ ὁμο- ἀ-" Pl.Cra. 405d;ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλλον Id.Phd. 96b
;ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. Id.R. 508d
: c. acc. cogn., πολλὰς μεταβολὰς.. μ. ὑδάτων καὶ σίτων ib. 404a.III intr., undergo a change,μ. ἐς εὐνομίην Hdt.1.65
, cf. Antipho 2.4.9;μ. εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ Pl.R. 553a
, etc.;μ. ἐπὶ τοὐναντίον Id.Plt. 270d
;ὅταν εἰς ἑτέραν -βάλῃ πολιτείαν ἡ πόλις Arist.Pol. 1276b14
, cf. 1301a20: impers., μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων changes run through a series of creatures, Thphr.HP2.4.4: c. gen. rei, come in exchange for or instead of,καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι.. συντυχίαι E.Tr. 1118
.2 change one's course, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους turning to the Athenians, Hdt.8.109: [tense] aor. part. μεταβαλών abs., instead, in turn, , cf. E. Ion 1614, Pl.Smp. 204e, Grg. 480e: also [tense] pres. part.μεταβάλλων Id.Tht. 166d
.B [voice] Med., turn round, shift a load,μεταβαλλόμενος τἀνάφορον Ar. Ra.8
;προβαλλομένους τὰ ὅπλα ἢ μεταβαλλομένους X.An.6.5.16
.b order to be paid, remit, POxy.1153.8 (i A. D.), 1419.5 (iii A. D.).II change what is one's own, μ. τὰ ἱμάτια change one's clothes, X.Mem.1.6.6;μ. τοὺς τρόπους Ar.V. 1461
(lyr.); μετεβάλλετ' ὀπωπάν changed her appearance, Erinn. in PSI9.1090.53 + 13 (p.xii).2 exchange, τίς μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; silence for words, S.El. 1261; [τὴν ἄσαρκον τροφὴν] ὑγείας καὶ ῥώμης μεταβαλέσθαι have given up asceticism in exchange for health and strength, Porph.Abst.1.2; barter, traffic in, ;μ. τὰ ἀλλότρια ἔργα Id.Sph. 223d
;μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ X.Mem.3.7.6
, cf. D.S. 5.13.2 change one's purpose or mind, Hdt.5.75, SIG 22.20 (v B. C.), Act.Ap.28.6, etc.; change sides, Th.1.71, 8.90, X.HG 2.3.31;πρός τινα Axionic.6.10
.3 turn or wheel round,μ. ἐπ' ἀσπίδα X.Cyr.7.5.6
;τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μ. Id.Eq.8.10
: abs., turn about,μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξω περιεστηκόσι λοιδορήσεται Aeschin. 3.207
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβάλλω
-
3 τρόπος
A turn, direction, way,διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι Hdt.2.108
;διώρυχας τετραμμένας πάντα τ. Id.1.189
, cf. 199: but,II commonly, way, manner, fashion, guise, τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι going on as we are, ib.97;τ. ὑποδημάτων Κρητικός Hp.Art.62
;πᾶς τ. μορφῆς A.Eu. 192
;τίς ὁ τ. τῆς ξυμφορᾶς; S. OT99
;ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τ. Ar.Pl.47
;ὁ αὐτός που τ. τέχνης ἰατρικῆς ὅσπερ καὶ ῥητορικῆς Pl.Phdr. 270b
; tenor, of documents, PGen.16.11 (iii A. D.), etc.: also in Pl., κεχώρισται τοὺς τ. in its ways, in its kind, Hdt.4.28;ψυχῆς τρποι Pl.R. 445c
, etc.;οἱ περὶ τὴν ψυχὴν τ. Arist.HA 588a20
:—in various adverbial usages:1 dat.,τίνι τρόπῳ;
how?A.
Pers. 793, S.OT10, E.Ba. 1294;τῷ τ.; S.El. 679
, E. Hipp. 909, 1008;ποίῳ τ.; A.Pr. 763
, etc.; τοιούτῳ τ., τ. τοιῷδε, Hdt. 1.94, 3.68;ἄλλῳ τ. Pl.Phdr. 232b
, etc.; ἑνί γέ τῳ τ. in one way or other, Ar.Pl. 402, Pl.Men. 96d; παντὶ τ. by all means, A.Th. 301 (lyr.), Lys.13.25; οὐδενὶ τ., μηδενὶ τ., in no wise, by no mdans, on no account, Hdt.4.111, Th.6.35, Pl.Cri. 49a, etc.; ἑκουσίῳ τ. willingly, E. Med. 751; τρόπῳ φρενός by way of intelligence, i.e. in lieu of the intelligence which is lacking to the child, A.Ch. 754 (s. v.l.): poet. in pl.,τρόποισι ποίοις; S.OC 468
; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς not after the fashion of.., A.Ch. 479;ναυκλήρου τρόποις S.Ph. 128
.2 abs. in acc.,τίνα τρόπον;
how?Ar.
Nu. 170, Ra. 460; τ. τινά in a manner, E.Hipp. 1300, Pl.R. 432e; τοῦτον τὸν τ., τόνδε τὸν τ., Id.Smp. 199a, X.An. 1.1.9;ὃν τ.
how,D.H.
3.8; as, LXXPs.41(42).1;τ. τὸν αὐτόν A.Ch. 274
;πάντα τ. Ar.Nu. 700
(lyr.), etc.;μηδένα τ. X.Mem.3.7.8
; τὸν μέγαν τ., οὐ σμικρὸν τ., A.Th. 284, 465;τὸν Ἀργείων τ. Pi.I.6(5).58
;Σαμιακὸν τ. Cratin.13
; βάρβαρον τ. ( βρόμον ex Sch. Schütz) in barbarous guise or fashion, A.Th. 463; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.6.37; ὄρνιθος τ. like a bird, Id.2.57, cf. A.Ag.49 (anap.), 390 (lyr.), etc.; later,ἐς ὄρνιθος τ. Luc.Halc.1
, cf. Bis Acc.27: rarely in pl., πάντας τρόπους in all ways, Pl.Phd. 94d.3 with Preps., τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον in way of praise, Pi.O.10(11).77:—δι' οὗ τρόπου Men.539.6
;διὰ τοιούτου τ. D.S.1.66
:—ἐς τὸν νῦν τ. Th.1.6
;εἰς τὸν αὐτὸν τ. μετασκευάσαι X.Cyr.6.2.8
; ἐς ὄρνιθος τ. (v. supr.2):—ἐκ παντὸς τ. Id.An.3.1.43
, Isoc.4.95, etc.;ἐξ ἑνός γέ του τ. Ar.Fr. 187
, Th.6.34;μηδὲ ἐξ ἑνὸς τ. Lys.31.30
;μηδ' ἐξ ἑνὸς τ. Isoc.5.3
:—ἐν τῷ ἑαυτῶν τ. Th.7.67
, cf. 1.97, etc.;ἐν τρόπῳ βοσκήματος Pl.Lg. 807a
: in pl., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τ. Ἰξίονος, A.Ag. 918, Eu. 441:—κατὰ τὸν αὐτὸν τ. X.Cyr.8.2.5
;κατὰ πάντα τ. Ar.Av. 451
(lyr.), X.An. 6.6.30, etc.;κατ' οὐδένα τ. Plb.4.84.8
, etc.;κατ' ἄλλον τ. Pl.Cra. 417b
;κατὰ τὸν Ἑλληνικὸν τ. X.Cyr.2.2.28
: in pl., κατὰ πολλοὺς τ. ib.8.1.46, etc.:—μετὰ ὁτουοῦν τ. in any manner whatever, Th.8.27:—ἑνὶ σὺν τ. Pi.N.7.14
.4 κατὰ τρόπον,a according to custom,κατὰ τὸν τ. τῆς φύσεως Pl.Lg. 804b
; opp.παρὰ τὸν τ. τὸν ἑαυτῶν Th.5.63
, cf. Antipho 3.2.1.b fitly, duly, Epich.283, Isoc. 2.6, Pl.Plt. 310c, etc.;οὐδαμῶς κατὰ τ. Id.Lg. 638c
; opp. unreasonable, absurd,Id.
Cra. 421d, Tht. 143c, etc.; soθαυμαστὸν οὐδὲν οὐδ' ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείου τ. Th.1.76
.III of persons, a way of life, habit, custom, Pi.N.1.29; μῶν ἡλιαστά; Answ.μἀλλὰ θατέρου τ. Ar. Av. 109
;ἐγὼ δὲ τούτου τοῦ τ. πώς εἰμ' ἀεί Id.Pl. 246
, cf. 630.2 a man's ways, habits, character, temper, ὀργὴν καὶ ῥυθμὸν καὶ τ. ὅστις ἂν ᾖ (v.l. ὅντιν' ἔχει) Thgn.964; τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.1.107, cf. 3.36;φιλανθρώπου τ. A.Pr.11
;γυναικὶ κόσμος ὁ τ., οὐ τὰ χρυσία Men.Mon.92
;οὐ τὸν τ., ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν Aeschin.3.78
; τρόπου προπέτεια, ἀναίδεια, D.21.38, 45.71;ἀφιλάργυρος ὁ τ. Ep.Hebr.13.5
:—οὐ τοὐμοῦ τ. Ar.V. 1002
; σφόδρ' ἐκ τοῦ σοῦ τ. quite of your sort, Id.Th.93; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τ. ib. 574:— πρὸς τρόπου τινός agreeable to one's temper, Pl.Phdr. 252d, cf. Lg. 655d;πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου X.An.1.2.11
:—opp.ἀπὸ τρόπου Pl.Phdr. 278d
, R. 470c:—after Adjs.,διάφοροι ὄντες τὸν τ. Th.8.96
;σολοικότερος τῷ τ. X.Cyr.8.3.21
:—esp. in pl., Pi.P.10.38, S.El. 397, 1051; σκληρός, ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, Ar. Pax 350, 935;σφόδρα τοὺς τ. Βοιώτιος Eub.39
;πουλύπους ἐς τοὺς τ. Eup.101
;μεθάρμοσαι τ. νέους A.Pr. 311
;τοὺς φιλάνορας τ. Id.Ag. 856
;νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τ. S.Aj. 736
;τοῖς τρόποις ὑπηρετεῖν Ar.Ra. 1432
; opp. νόμοι, Th.2.39;ἤθη τε καὶ τ. Pl.Lg. 924d
.IV in Music, like ἁρμονία, a particular mode,Αύδιος τ. Pi.O.14.17
; but more generally, style, νεοσίγαλος τ. ib.3.4;ὁ ἀρχαῖος τ. Eup.303
; ᾠδῆς τρόπος, μουσικῆς τρόποι, Pl.R. 398c, 424c; διθυραμβικοὶ τ. (distd. fr. ἦθος) Phld.Mus.p.9K.;ὁ ἁρμονικὸς τῆς μουσικῆς τ. Aristid.Quint.1.12
, cf. 2.1; of art in general,πάντες τῆς εἰκαστικῆς τ. Phld.Po.5.7
.V in speaking or writing, manner, style,ὁ τ. τῆς λέξεως Pl.R. 400d
, cf. Isoc.15.45: esp. in Rhet. in pl., tropes, Trypho Trop.tit., Cic.Brut.17.69, Quint.Inst.8.6.1.VI in Logic, mode or mood of a syllogism, Stoic.3.269, cf. 1.108, 2.83: more generally, method of instruction or explanation,ὁ ἄνευ φθόγγων τ. Epicur.Ep.1p.32U.
; ὁ μοναχῇ τ. the method of the single cause, opp. ὁ πλεοναχὸς τ. the method of manifold causes, Id.Ep.2p.41U.; mode of inference, ὁ κατὰ τὴν ὁμοιότητα τ., opp. ὁ κατ' ἀνασκευὴν τ. τῆς σημειώσεως, Phld.Sign.30,31;αἰτιολογικὸς τ. Epicur.Nat. 143
G. -
4 ποικίλλω
ποικ-ίλλω, [tense] fut. ποικῐλῶ Choerob.in An.Ox.2.250: [tense] aor. 1 inf. ποικῖλαι ([etym.] δια-) Isoc.9.9; part.A , Inscr.Délos 442A 206 (ii B.C.): [tense] pf.πεποίκιλκα D.H.Pomp.4
:—[voice] Pass., [tense] pf. πεποίκιλμαι, v. infr.: ([etym.] ποικίλος):—work in various colours, work in embroidery,πώλους ἐν ἀνθοκρόκοισι πήναις E.Hec. 470
(lyr.), cf. IT 224(lyr.);ἐν αὐτῷ [τῷ φάρει] π. γῆν Pherecyd.Syr.2
; of any elaborate work, ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε with cunning workmanship he wrought a χορός, Il.18.590;ἀναθήματα π. Emp.23.1
;ἐν πετάλοις στεφανώματα π. Man.2.325
: metaph.,ποικίλλεται γαῖα πολυστέφανος Lyr.Adesp.104A.
2 embroider garments, etc., Inscr.Délos l.c.;μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα Pi.N.8.15
: metaph., diversify, vary,ἀνθρώπων βίον E.Cyc. 339
, cf. Pl. Lg. 927e, Plu.Mar.23; π. ἱππικαῖς τάξεσι τὰς πορείας vary the order of march with troops of horse, X.Eq.Mag.4.3;π. ταῖς συλλαβαῖς Pl. Cra. 394a
;τρόπους D.H.Comp.12
, al.;σχημάτων μεταβολαῖς π. τοὺς λόγους Id.Is.3
;ἁρμονίαν Nicom.Harm.11
; π. εἴδη δυσκολίας.. παντοδαπά produces various kinds, Pl.Ti. 87a:—[voice] Pass., [πολιτεία] ὥσπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον, οὕτω.. πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη Pl.R. 557c
;οὐκ ἐπαύξεται ἡ ἡδονή, ἀλλὰ μόνον ποικίλλεται Epicur.Sent.18
;τὸ φῶς τὸ ἐκεῖ τὸ ποικιλθὲν ἐν λόγοις τοῖς ἄστροις Plot. 2.1.7
.II of style, embellish, adorn,βαιὰ π.
tell with art and elegance,Pi.
P.9.77; of imaginative constructions,πολλά Hp.Morb.Sacr.1
;κάλλιστα τοῖς ὀνόμασι π. Pl.Mx. 235a
;οὐδὲν ξυνίημ' ὧν σὺ π. S.Tr. 1121
, cf. 412:—[voice] Pass.,Σπάρτη πεποίκιλται τρόπους E.Supp. 187
.III intr., vary, change, Hp.Prorrh.1.92, Coac. 182; πολλὰ ποικίλλει χρόνος makes many changes, Men.593.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικίλλω
-
5 Βοιωτός
Βοιωτός, ὁ,A a Boeotian, Il.2.494, etc.:—[full] Βοιωτία, ἡ, Boeotia, so called from its cattle-pastures:—Adj. [full] Βοιώτ-ιος, α, ον, Boeotian, Hes. Fr. 132, etc.; with a notion of gluttonous,οὕτω σφόδρ' ἐστὶ τοὺς τρόπους Β. Eub.39
, cf. 34; εἰμὶ γὰρ *b.πολλὰ.. ἐσθίων Mnesim.2
;ὀξύπεινον ἄνδρα καὶ Β. Demonic.1
; and of dull, stupid, Plu.2.995e: prov.,ὗς Βοιωτία Pi.O.6.90
, cf. Fr.83; also Β. νόμος, melody used in κιθαρῳδία, S.Fr. 966, Plu.2.1132d; Βοιώτιον μέλος Sch.Ar.Ach.13:— also [suff] βοιωτ-ικός, ή, όν, πόλεμος D.S.14.81
, Plu.Lys.27, and [suff] βοιωτ-ιακός, ή, όν, IG11.161B122 (Delos, iii B. C.), Str.9.2.11. Adv. - ιακῶς (v.l. -ικῶς) ibid.; Βοιωτιακά, τά, title of work by Hellanicus, Sch.Il.2.494:—fem. [full] Βοιωτίς, ίδος, X.HG5.1.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βοιωτός
-
6 δήνεα
δήνεα, τά, only in pl., -
7 δοῦλος
A born bondman or slave, opp. one made a slave, , cf. E.IA 330: then, generally, bondman, slave, opp. δεσπότης (q. v.): not in Hom., who twice has fem. [full] δούλη, ἡ, bondwoman, Il.3.409, Od.4.12, cf. A.Ag. 1326, X.Cyr.5.1.4, Pl.R. 395e, etc.: freq. of Persians and other nations subject to a despot, Hdt., etc.; οὔ τινος δοῦλοι κέκληνται, of the Greeks, A.Pers. 242: metaph., χρημάτων δ. slaves to money, E.Hec. 865; soγνάθου δ. Id.Fr. 282.5
;τῶν αἰεὶ ἀτόπων Th.3.38
; λιχνειῶν, λαγνειῶν, X.Oec.1.22, cf. Mem.1.3.11.II Adj. (not in A.), δοῦλος, η, ον, slavish, servile, subject,δ. πόλις S.OC 917
, X.Mem.4.2.29;γνώμαισι δούλαις S.Tr.53
; δ. ἔχειν βίον ib. 302; σῶμα δ., opp. νοῦς ἐλεύθερος, Id.Fr. 940;τοὺς τρόπους δούλους παρασχεῖν E.Supp. 877
; δ. θάνατος, ζυγόν, πούς, Id.Or. 1170, Tr. 678, 507;δ. καὶ τυραννουμένη πόλις Pl.R. 577d
; δ. ἡδοναί, = δουλοπρεπεῖς, ib. 587c, etc.: [comp] Comp. δουλότερος more enslaved,Αἴγυπτον δ. ποιεῖν Hdt.7.7
.------------------------------------ -
8 καταγιγνώσκω
I generally, καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους having observed his foibles, Ar.Eq.46; πολλήν γέ μου δυστυχίαν κατέγνωκας I have been very unfortunate by your way of it, Pl.Ap. 25a;πολλὴν ἡμῶν ἐρημίαν Is.1.2
; οὐκ ἐπιτήδεα κατά τινος κ. having formed unfavourable prejudices against one, Hdt.6.97: c. inf., of an unfavourable judgement,κ. ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι Th.3.45
, cf. 7.51;αὐτὸς ἐμαυτοῦ κατέγνων μὴ ἂν καρτερῆσαι X.Cyr.6.1.36
, cf. Pl.Ti. 19d: folld. byὅτι, ὡς, ἐμοῦ κατέγνωκας ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν Pl.Men. 76c
;οὐκ ἂν καταγνοίην ὑμῶν οὐδενὸς ὡς.. ἀμελήσετε D.21.4
(but κατεγνωκότες ὅτι.. ἐφθείρομεν despising us because.. Th.6.34, cf. PMagd. 42.4 (iii B.C.), Jul.Or.3.108b): c. part.,κ. τινὰ πράττοντα X.Oec.2.18
, cf. Cyr.8.4.9;τὸ Χωρίον νοσερὸν <ὂν> καταγνόντες D.L.2.109
:—[voice] Pass., to be judged unfavourably, lightly esteemed,παρολιγωρεῖσθαι καὶ καταγινώσκεσθαι Plb.5.27.6
; κατεγνωσμένος despised, Philostr.VS2.29.II c. acc. criminis, lay as a charge against a person,κ. ἑωυτῶν ἀνανδρείην Hp.
Aër.22;κ. τινὸς μηδὲν ἀνόσιον Antipho 2.2.12
; δειλίαν, δωροδοκίαν κ. τινός, Lys.14.16, 21.21;οὐδὲν ἀγεννὲς ὑμῶν καταγιγνώσκω D.21.152
;ἑαυτῶν ἀδικίαν And.1.3
; πολλὴν μανίαν, μωρίαν, Isoc.4.133, 5.21; ;τοσαύτην ὑμῶν εὐήθειαν D.30.38
: with gen. understood, οὐ γὰρ ἐκεῖνό γε (sc. σοῦ)καταγνώσομαι, ὡς.. Pl.Euthphr.2b
; laterκ. κατά τινος τὸν φόνον Porph.Abst.2.30
:—[voice] Pass., καταγνωσθεὶς δειλίαν being convicted of cowardice, D.H.11.22;κ. ἐπὶ λογοκλοπίᾳ D.L.8.54
; self-condemned,Ep.Gal.
2.11.2 c. gen. criminis,παρανόμων κ. τινός D.25.67
;παρανοίας ὑμῶν αὐτῶν Id.Prooem.35
: c. acc. pers., κ. τινὰ φόνου pronounce a verdict of murder against.., Lex ap. Lys.1.30; μὴ καταγιγνώσκωμεν τὸ (fort. τοῦ)μηδὲν εἰρηκέναι τὸν ἀποφηνάμενον Pl.Tht. 206e
.3 c. inf., κ. σφῶν αὐτῶν, ἑαυτοῦ ἀδικεῖν, charge oneself with.., Lys.20.6, Aeschin.2.6, cf. D.21.175, 206;κ. ὡς.. Isoc.9.78
:—so in [voice] Pass., καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν being suspected of doing, Hdt.6.2; κ. αὐθέντης (sc. εἶναι) Antipho 3.3.11; to be detected,ἔν τινι PFlor.175.16
(iii A.D.); alsoκατέγνωσται μελίκρητον ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ὡς καταγυιοῖ τοὺς πίνοντας Hp.Acut.56
.4 c. gen. pers. only, condemn,τοῦ ἀνθρώπου Pl.Demod. 382e
.III c. acc. poenae, give judgement or sentence against a person, κ. τινὸς θάνατον pass sentence of death on one, Th.6.60; Μηδισμοῦ κ. τινὸς θάνατον for Medism, Isoc.4.157;κ. τινὸς φυγήν And.1.106
;φυγὴν αὑτοῦ καταγνούς Lys.14.38
: c. inf.,κ. αὐτοῦ ἀποτεῖσαι τὰ Χρήματα D.56.18
; later θάνατον, φυγὴν κ. κατά τινος, D.S.18.62, 19.51:—[voice] Pass., , cf. Lys.13.39, Jusj. ap. D.24.149; laterκαταγνωσθεὶς θανάτῳ Ael.VH12.49
: abs., κατεγνώσθησαν they were condemned, Th.4.74, cf. And.4.8; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγιγνώσκω
-
9 μεθαρμόζω
A dispose differently, correct, εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον (sc. με) S.El.31, cf. Luc.Nigr.12; transpose,δύο ὀνόματα Them.Or.2.33c
: abs., make a change, D.H.7.66:—more freq. in [voice] Med., μεθάρμοσαι τρόπους νέους adopt new habits, A.Pr. 311; ;μ. τὸν ἀπράγμονα βίον D.H.11.22
; ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν μ. τὰς τραπέζας restore them to.., Plu.2.642f;μ. τι ἔς τι AP7.712
([place name] Erinna), Ph.2.219 codd.;πρός τι AP9.584.12
: c. gen., from a certain condition,Μοῦσα τῆς συνήθους μεθαρμοσαμένη σπουδῆς Luc. Am.4
, etc.; adapt oneself,μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν S.E.M.9.53
;πόλις ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη D.H.10.51
: in Music, change the mode, Iamb.VP25.113:—[voice] Pass., τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα having their order changed, LXX Wi.19.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθαρμόζω
-
10 μεταποιέω
A alter the make of a thing, remodel,νόμους D.18.121
;πάντα ἐς τοὺς τρόπους τοὺς παραπλησίους μ. Hp.Fract.26
;εἰς γάμον ἀπὸ τῆς θυσίας μ. τὴν εὐωχίαν Hld.5.29
, cf. Porph.Antr.36: abs., μεταποίησον re-compose the verse, Sol.20.3:—[voice] Pass., -ποιεῖσθαι εἰς τὸ δέον A.D.Synt.199.18
.II [voice] Med., lay claim to, pretend to, c. gen. rei, e.g. ξυνέσεως, ἀρετῆς τι, Th.1.140, 2.51; ; οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται (sc. τοῦ ἐμπορίου) Hdt.2.178.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταποιέω
-
11 μοχθηρός
A suffering hardship, in sore distress, wretched, of persons, A.Th. 257;ὦ πόλλ' ἐγὼ μ. S.Ph. 254
; ὦ μόχθηρε σύ poor wretch! Ar. Ach. 165, Ra. 1175; ; of conditions,μοχθηρῆς ἐούσης τῆς ζόης Hdt.7.46
; μοχθηρὰ τλῆναι suffer hardships, A.Ch. 752. Adv., σῶμα μοχθηρῶς διακείμενον in a bad way, Pl.Grg. 504e; ζῆν μ. ib. 505a;μ. ἔχειν Arist.Pol. 1254b1
: [comp] Comp.,μοχθηροτέρως ἔχειν Pl.R. 343e
: [comp] Sup. - ότατα, διακείμενοι Id.Erx. 406
.2 in bad condition, ;ἱμάτιον Cratin.207
; ; καταλαβὼν μοχθηρὰ τὰ πράγματα finding trade in a bad state, D.34.8;μ. ἐλπίδας ἔχειν Din. 1.107
;μ. τραγῳδία Arist.Metaph. 1090b20
; ; ;ἀγωγή PTeb.24.57
(ii B. C.); of persons, inferior, μ. (v.l. πονηρ-) ; also, of appearance, μοχθηρὸς τὴν ἰδέαν ugly, And.1.100; of arguments, unsound, fallacious, S.E.P.2.111; of persons, mistaken, Anon.Lond.27.24: so in Adv. -ρῶς, κρίνομεν S.E.M.7.210
.II most freq. of persons, in moral sense, knavish, rascally, Th.8.73, etc.; , cf. Pl.Men. 91e;τοὺς τρόπους μ. Ar.Pl. 1003
; of acts, etc.,μ. τι πράσσειν Trag.Adesp.510
;ὑφοψία μ. OGI315.58
(Pessinus, ii B. C.);ῥῆμα μ. SIG1175.5
(Piraeus, iv/iii B. C.);μοχθηρότερα λεγόντων X.HG1.4.13
(v.l. - ότερον Adv. [comp] Comp.).—Some Gramm. write μόχθηρος, πόνηρος in signf. 1, μοχθηρός, πονηρός in signf. 11, Ammon.Diff.p.94 V., Arc.71.16, but Hdn.Gr.1.197 (ap.Eust.341.14 ) argues that like other Adjs. in - ρος these words ought to be oxyt. in both senses. In the voc. the best codd. always give μόχθηρε, Ar.Ach. 165,Ra. 1175, Pl. 391; cf. πονηρός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοχθηρός
-
12 πηδάω
Aπαδῇ Sophr.20
; [dialect] Lacon. imper. (lyr.); [dialect] Ion. part. πηδεῦντα, πηδεῦσαι, Herod. 3.96, 4.61 : [tense] fut. - ήσομαι Thphr.Char.21.6, ( ἐπι-) Pl.Ly. 216a, ( προς-) Alex.124.16; later - ήσω APl.4.54*, 142: [tense] aor.ἐπήδησα Il.14.455
, etc.: [tense] pf.πεπήδηκα Aesop.203
, ( ἀπο-) Hp.Art.47, (ἐκ-) X.HG7.4.37, ( ὑπερ-) D.23.73 :—[voice] Pass., [tense] plpf. ἐπεπήδητο (in act. sense) Hp.Nat.Puer.13:— leap, spring,ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα Il.21.269
, cf. 302 ;ἐς σκάφη π. S.Aj. 1279
;πρὸς πυγήν Hp.Nat.Puer.
l.c.; opp. βαδίζω, X.Cyn.5.31 ; of fish in the frying-pan, Eub.75.6, 109,al.: c. acc. cogn.,π. δυστυχῆ πηδήματα E.Or. 263
; π. μείζονα (sc. πηδήματα) S.OT 1300 (anap.); λαιψηρὰ π. E. Ion 717 (lyr.): c. acc. loci, πεδία π. bound over them, S.Aj.30;π. πλάκα E.Ba. 307
.II metaph. of things,οὐκ ὀΐω.. ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα Il.14.455
;πάλος.. 'πήδησεν εὐχάλκου κράνους A.Th. 459
; τροχοὶ π. E.Ph. 1194 : freq. of the heart or pulse, leap, throb,ἁ καρδία παδῇ Sophr.
l.c., cf. Pl.Smp. 215e : folld. by interrog. clause, ;κατὰ δ' ἐγκέφαλον πηδᾷ σφάκελος E.Hipp. 1352
;πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα Pl.Phdr. 251d
;αἱ σάρκες οἷα θερμὰ θερμὰ πηδεῦσαι Herod.4.61
; of the mind,πηδῶν ὁ θυμὸς ἔνδοθεν μαντεύεται Trag.Adesp.176
, cf. 390 ; of sudden change, ; ;π. πρός τινος εὐπραγίαν Philostr.VS2.25.4
. -
13 προσδιερευνάομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδιερευνάομαι
-
14 προσφέρω
προσφέρω (once [full] ποσφέρω, q.v.), [dialect] Dor. [full] ποτιφέρω Prov. ap. Plu.2.239a: [tense] fut.A : [dialect] Ion. [tense] aor.προσένεικα Hdt.3.87
: [dialect] Ion. [tense] aor. [voice] Pass.προσηνείχθην Id.9.71
:— bring to or upon, apply to,π. πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις E.Ph. 488
; ; μηχανὰς [τοῖσι τείχεσι] Hdt.6.18, cf. Th.2.58 (and so metaph., Hdt.6.125 (unless in signf. A. 1.2); π. νόμον, ψήφισμα πρὸς τὴν συγγραφήν bring to bear against.., D.35.39);τὴν χεῖρα πρὸς τοὺς μυκτῆρας Hdt.3.87
; but χέρα τινὶ προσενεγκεῖν lay hands upon.., Pi.P.9.36; π. τὰς χεῖρας αὐτοῖς, in hostile sense, Plb.3.79.4, cf. PCair.Zen.18.8 (iii B.C.), PPetr.2p.10 (iii B.C.) (but also in a friendly relation, X.Mem.2.6.31 sq., and in supplication to the gods, hold out one's hands to, UPZ106.12,107.14 (ii B.C.)); ἀνάγκην or ἀναγκαίην τισὶ π. Hdt.7.136, 172, cf. A.Ch.76 (lyr.);βίην τισί Hdt.3.19
;τινὶ βάσανον Pl.Phlb. 23a
; so of surgical or medical treatment, Hp.Ulc.24; πταρμὸν [τῇ λυγγί] Pl. Smp. 189a ([voice] Pass.). cf. 187e;τὰς τομὰς καὶ τὰς καύσεις τινί D.C.55.17
; κλύδωνα σαυτῷ αὐθαίρετον bring upon thyself, Trag.Adesp.568: without dat., apply, employ, use,καινὰ σοφά E.Med. 298
, Ar.Th. 1130 (cf. infr. 3);ἴαμα Th.2.51
; ;πάσας μηχανάς E.IT 112
;πάντας ἐλέγχους Ar.Lys. 484
; π. τόλμαν bring it to bear, Pi.N. 10.30; alsoπ. πόλεμον Hdt.7.9
.γ (v.l.); .2 add,μηδὲ π. μέθυ S.OC 481
(or in signf. A. 1.3a);εἰ κακὸν προσοίσομεν νέον παλαιῷ E.Med.78
(or perh., bear in addition);π. τι πρός τι Hdt. 6.125
(or in signf. A. 1.1).3 present, offer, ἄεθλον, of a triumphal ode, Pi.O.9.108;λουτρὰ πατρί S.El. 434
; [ τόξα] Id.Ph. 775;τὴν δᾷδά τινι Ar.Pl. 1052
;τὴν χεῖρά τινι ἄκραν Id.Lys. 436
;δῶρα Th.2.97
([voice] Pass.);οὐθὲν κολοβὸν προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεούς Arist.Fr. 101
; οἶνον μὴ π. Schwyzer 696 ([place name] Chios);σφάγια καὶ θυσίας LXX Am.5.25
, al., cf. Ep.Hebr.11.4;τὸ δῶρόν σου Ev.Matt.5.24
, etc.b esp. of food, drink, or medicine,θαλλὸν χιμαίραις S.Fr. 502
;π. τὰ ῥυφήματα καὶ τὰ πόματα Hp.Acut.26
, cf. Pl.Phdr. 270b, Pl.Com.55, Alex.189, etc.;π. τὸ φάρμακον τῇ κεφαλῇ Pl.Chrm. 157c
; ἑαυτῷ π φάρμακον administer poison to oneself, POxy.472.6 (ii A.D.); set food before one, X.Mem.3.11.13 and 14, Pl.Lg. 792a: c. inf.,π. τινὶ ἐμπιεῖν καὶ φαγεῖν X.Cyr.7.1.1
; alsoδιψῶντι γάρ τοι πάντα προσφέρων σοφὰ οὐκ ἂν πλέον τέρψειας ἢ' μπιεῖν διδούς S.Fr. 763
;χυμὸς ἐπιτήδειος προσφέρειν Hp.VM24
;ὁ προσφέρων Id.Epid.1.23
:—[voice] Pass., τὰ προσφερόμενα ibid., X.Cyn.6.2;ἡ προσφερομένη τροφή Pl.Sph. 230c
.4 address proposals, an offer, etc.,π. λόγον τινί Hdt.3.134
, 5.30, cf. 40;περὶ σπονδῶν Th.3.109
;ὅτι.. D.48.6
;λόγους π. τισί Th.3.4
;λόγους π. περὶ ξυμβάσεως τοῖς στρατηγοῖς Id.2.70
, cf. Hdt.8.52;λόγους τισὶ ξυναποστῆναι Th.1.57
.5 convey property by deed of gift or by bequest, Arch.Pap. 4.130 (ii A.D.):—[voice] Pass., PAmh.2.71.6 (ii A.D.).II contribute, pay, ἑκατὸν τάλαντα π. Hdt.3.91, cf. Th.1.138; π. μετοίκιον pay an alientax, X.Vect.2.1, cf. OGI13.20 (Samos, iv B.C., [voice] Med.), PGiss.50.12 (iii A.D.); bring in, yield, X.Vect.4.15, D.27.9.III intr., resemble, c. acc. of respect in which,π. νόον ἀθανάτοις Pi.N.6.4
;θηρὸς χρωτὶ νόον προσφέρων Id.Fr.43
;π. τρόπους παιδί Trag.Adesp.453
; cf. infr. B. 1.5.B [voice] Pass., with [tense] fut.προσοίσομαι Th.6.44
, D.48.22: [tense] aor. προσηνεγκάμην, = προσηνέχθην, D.S.16.8:— to be borne towards, and of ships, put in,εἰς λιμένα X.Cyr.5.4.6
: hence,2 attack. assault,πρός τινας Hdt.5.34
, 111, 112, 7.209, X.HG4.3.20, etc.; τινι Hdt.5.109, Th.4.126, etc.; κατὰ τὸ ἰσχυρότατον προσηνείχθησαν attacked where the enemy was strongest, Hdt.9.71, cf. 5.101, Th.7.44, Pl.R. 422b; προσφέρεσθαι ἄποροι difficult to engage, Hdt.9.49, cf. Pl.Ly. 223b.3 without any sense of hostility, go to or towards, approach, ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι sailing, Hdt.6.96;π. τοῖσι Κορινθίοισι Id.8.94
; τῷ σκοπέλῳ, τῇ Τρῳάδι, Luc.JTr.15, DMort.19.2;πόλεμος ἀπὸ Πελοποννήσου -φερόμενος Plu.Per.8
; τὰ -όμενα πρήγματα matters that were brought to him, Hdt.2.173.4 deal with, behave oneself in a certain way towards a person, ἀπὸ τοῦ ἴσου ὑμῖν π. Th.1.140;τοῖς κρείσσοσι καλῶς Id.5.111
, cf. X.Cyr.7.2.16;τισὶν οὐ μετρίως D. 9.24
, cf. PTeb.750.2 (ii B.C.), Sammelb.5675.6 (ii B.C.); φιλανθρώπως [τῇ Ποτειδαία] D.S.16.8, cf. SIG807.13 (Magn. Mae.); ὀρθότατα ἵπποις π. X.Eq.1.1; also , cf. Phdr. 252d;ἄριστα π. πρὸς τοὺς ἀμφισβητοῦντας D.48.22
; also of circumstances, ταῖς ξυμφοραῖς εὐξυνετώτερον meet them with intelligence, Th.4.18; πρὸς τὰ πράγματα ἄριστα π. Id.6.44;πρὸς τὰς τύχας Pl.R. 604d
; πρὸς λόγον answer it, X.Cyr.4.5.44: abs., χρησμῳδέων π. Hdt.7.6; ὀλιγώρως π. Lys.9.17.5 προσφέρεσθαί τινι come near, be like,ὁ χαρακτὴρ τοῦ προσώπου προσφέρεσθαι ἐδόκεε ἐς ἑωυτόν Hdt.1.116
; cf. supr. A. 111, and v. προσφερής.C [voice] Med., with [tense] fut.- οίσομαι Phld.Sign.8
: [ per.] 3sg.[tense] aor. 1 subj.- ενέγκηται Epicur.Ep.3p.64U.
:— προσφέρεσθαί τι take, of food or drink, assimilate, π. σῖτον, ποτόν. X.Cyr.4.2.41, cf. Aeschin.1.145, Thphr. HP8.4.5, Epicur. l.c., Plu.Dem.30, Cic.3, etc.2 exhibit, ὑμῖν φιλοτιμίαν Epist.Phil. ap. D.18.167, cf. Epicur.Ep.1p.14U., Inscr.Prien.42.14, 108.221 (ii B.C.), etc.; also π. ἑαυτόν ib.111.294 (i B.C.).3 like the [voice] Act., apply,κἂν ὁτιοῦν δουλείας Pl.R. 563d
;πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανήν Plb.1.18.11
, cf. Supp.Epigr.2.663.5 (Prusa, ii B.C.), PTeb.27.14, al. (ii B.C.).4 contribute, (s. v. l.); bring with one as dowry,εἱματισμὸν καὶ κόσμον PEleph.1.4
(iv B.C.), cf. PGiss.2.12 (ii B.C.), etc.; cf.supr.A.11.6 = προσορίζω, add land by deed of conveyance, (Didyma, iii B.C.), cf. 221.44 (Ilium, iii B.C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφέρω
-
15 σκληρός
σκληρός, ά, όν, also [dialect] Dor., Pi.O.7.29, Epich.[288], hyperdor. [full] σκλᾱρός Ti.Locr.104c:—I hard to the touch,ξύλον σ. ἢ μαλακόν Thgn.1194
; ἐλαία Pi.l.c.;γῆ A.Pers. 319
, cf. X.Oec.16.11; , etc.2 of sound, harsh,σκληρὸν ἐβρόντησε Hes.Th. 839
;βρονταί Hdt.8.12
;ἡ φωνὴ σκληροτέρα Arist.Aud. 801b38
, al.3 of taste and smell, harsh, bitter, σ. ὕδατα (springing from a rocky soil) Hp.Aër.1; soσκληρότατος ἀὴρ καὶ τόπος Plb.4.21.5
; of wine, dry, Ar.Fr. 579, Dsc. Alex.Praef.;ὀσμαί Thphr.CP6.14.12
([comp] Comp.): metaph.,σ. φράσις D.H.Pomp.2
.4 stiff, unyielding, opp. ὑγρός (lithe and supple),τιτθία σ. καὶ κυδώνια Ar.Ach. 1199
;σκληρότεροι μαστοί Arist.PA 688a27
;σκέλη X.Eq.1.6
; τί τὸ ὑγρὸν τοῦ χαλινοῦ καὶ τί τὸ ς. ib.10.10; of the hair (cf. σκληρόθριξ), Arist.HA 517b11 ([comp] Comp.), al.; σ. δέρμα, σάρξ, Id.PA 665a2, Phgn. 806b22, etc.; of persons, Pl.Tht. 162b, Smp. 196a, Plu.Ages.13, Luc.Salt.21; of dogs, X.Cyn.3.2; τράχηλος ib.5.30; οἱ τὸ σῶμα ς. Arist.Pr. 873a34, al.7 of a wind, strong, Ep.Jac.3.4, Poll.1.110, Ael.NA9.57.II metaph.,1 of things, hard, austere,μὴ τὰ μαλακὰ μῶσο, μὴ τὰ σ. ἔχῃς Epich.
l.c.; ;δίαιται E.Fr.525.5
;βίος Men.522
; τὰ ς. hard words, S.OC 1406;σ. συμφοραί E.Fr.684.3
;σκληρὰ μαλθακῶς λέγων S.OC 774
; τόνος ἀπηνὴς καὶ ς. Plu.Phoc.2; τὸ σ. = σκληρότης, ἡ δίαιτα.. ὑπερβάλλει ἐπὶ τὸ σ. Arist.Pol. 1270b33.2 of persons, harsh, austere, cruel, stubborn, S.Fr.24.7, Pl.Tht. 155e, Ti.Locr. l.c.; σ. ἀοιδός, of the Sphinx, S.OT36;σ. γὰρ αἰεί E.Alc. 500
;ὦ σ. δαῖμον Ar.Nu. 1264
; ; ἄγροικοι καὶ ς. Arist.EN 1128a9;σ. ψυχή S.Aj. 1361
, Tr. 1260(anap.);σ. ἄγαν φρονήματα Id.Ant. 473
; ; σ. θράσος stubborn courage, E.Andr. 261.III Adv., - ρῶς καθῆσθαι, i.e. on a hard seat, Ar.Eq. 783;εὐνάζεσθαι X. Cyn.12.2
.2 hardly, with difficulty, E.Fr.282.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκληρός
-
16 στοιχίζω
A set in a row, esp. set a row of poles with nets to drive the game into, X.Cyn.6.8; cf.στοῖχος 11
, περιστοιχίζω:—[voice] Pass., to be set in rows, v.l. for ἐστιχ- in LXX Ez.42.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοιχίζω
-
17 συγγενής
συγγεν-ής, ές,A congenital, inborn,ἦθος Pi.O.13.13
;εὐδοξία Id.N.3.40
; σ. εἶδος,= φύσις, character, Hp.Hum.1;νόσημα σ. ἐστί τινι Id.Prorrh.2.2
; ; παύροις.. ἐστι συγγενὲς τόδε natural to them, Id.Ag. 832;ἡ τύχη προσγίγνεθ' ἡμῖν σ. τῷ σώματι Philem.10
; πότμος ς. Pi.N.5.40; προϊδεῖν σ. οἷς ἕπεται who have the natural gift to foresee, ib.1.28; συγγενεῖς μῆνες my connate months, the months of my natural life, S.OT 1082; σ. τρίχες the hair born with one, i.e. the hair of the head as opp. to the beard, Arist.HA 518a18, 584a24; σημεῖα ς. birth-marks, ib. 585b31; δυνάμεις αἱ σ., opp. αἱ ἔθει and αἱ μαθήσει, Id.Metaph. 1047b31; αὔξει τὸ ς. increases its natural force, Id.EN 1119b9. Adv., - νῶς δύστηνος miserable from his birth, E.HF 1293; v. σύμφυτος.II of the same kin, descent, or family, akin to, τινι Hdt.1.109, 3.2, E.Heracl. 229: abs., akin, cognate,θεός A.Pr.14
; ; ; συγγενέστατον φύσει πάντων most nearly akin, Is.11.17;σ. γάμος ἀνεψιῶν A.Pr. 855
; of animals, Arist.HA 539a23, GA 747a31, al.: hence,b Subst., kinsman, relative, (troch.); τῆς ἐμῆς γυναικὸς ξυγγενεῖ (dual) Id.Av. 368 (troch.);πρὸς σ. τε καὶ οἰκείους αὐτῶν Pl.R. 378c
; ;γάμει τὴν συγγενῆ Id.929
: freq. in pl., οἱ ς. kinsfolk, kinsmen, Pi.P.4.133, Hdt.2.91, etc.; not properly applied to children ([etym.] ἔκγονοι) in relation to their parents, and so opp. ἔκγονοι in Is.8.30, v. συγγένεια 1 (but cf. And.1.17); .c τὸ σ.,= συγγένεια, kindred, relationship, A.Pr. 291 (anap.), S.El. 1469, Th.3.82, etc.; also, the spirit of one's race, Pi.P.10.12, N.6.8; εἰ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι ς. if he had any connexion with him, S.OT 814; of tribes, κατὰ τὸ ξ. Th.1.95.2 metaph., akin, cognate, of like kind,τοὺς τρόπους οὐ συγγενής Ar.Eq. 1280
(troch.), cf. Th. 574; ξυγγενὴς ὁ κύσθος αὐτῆς θητέρᾳ (for τῷ τῆς ἑτέρας) Id.Ach. 789; freq. in Pl., [ἡ ψυχὴ] σ. οὖσα τῷ θείῳ R. 611e
;τῇ πολεμικῇ σ. ἡ πάλη Lg. 814d
;τοῖς.. λόγοις τὴν αἰτίαν συγγενῆ δεῖ νομίζειν Arist.GA 788b9
, cf. Rh. 1398a21 ([comp] Comp.): rarely c. gen., νοῦς αἰτίας ς. Pl.Phlb. 31a, cf. Phd. 79d, R. 403a, 487a: abs., σ. τιμωρίαι fitting, proper punishments, Lycurg.122 (but prob. f.l. for εὐγ-) ; συγγενῆ things of the same kind, homogeneous, Arist. APo. 76a1;τὰ σ. καὶ τὰ ὁμοειδῆ Id.Rh. 1405a35
;σ. τέχναι Stoic.2.30
; ἐν γαίῃ μὲν σῶμα τὸ ς. its congener, IG9(1).882.7 (Corc<*>ra). Adv.,συγγενῶς ἔρχεσθαι Pl.Lg. 897c
;σ. τρέχων Πλάτωνι Alex.1
(codd. D.L.); τὰ σ. εἰρημένα to similar effect, Phld.Mus. p.92K.III συγγενής represented a title bestowed at the Persian court by the king as a mark of honour, 'cousin', X.Cyr.1.4.27, 2.2.31, D.S.16.50; also at the Ptolemaic and Seleucid courts, OGI104.2 (Delos, ii B.C.), al., BGU1741.12 (i B.C.), LXX 1 Ma.10.89; οἱ σ. τῶν κατοίκων ἱππέων prob. a category of nobles among the κάτοικοι, PTeb.61 (b). 79 (ii B.C.); (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγενής
-
18 ταλαιπωρέω
Aτεταλαιπώρηκα Isoc.8.19
, etc.:—[voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med.- ήσομαι Aristid.1.438
J.: [tense] aor.ἐταλαιπωρήθην Isoc.3.64
, etc.: [tense] pf.τεταλαιπώρημαι Gal.6.560
:—do hard work, endure hardship or distress, E.Or. 672, Th.1.99, 5.74;ὑπὸ χειμῶνος Id.2.101
; ἑωυτοῖσι for their own benefit, Hp.Aër.16; ;τῷ σώματι ἀδύνατος ταλαιπωρεῖν Lys.31.12
; : c. dat., suffer by reason of, ἐλπίσι κεναῖς Polystr.p.31 W.II rarely trans., distress, trouble, , cf. D.C.38.20; ἀνδρὸς.. ὑμᾶς μηδ' ὅσον προπέμψαι ποι αὐτὸν ἀπιόντα.. -ήσαντος who did not trouble you even to.., Id.56.41:—freq. in [voice] Pass., to be distressed, suffer hardship, Hp.Aër.19, Th.3.78 (s.v.l.), Pl.Phd. 95d, R. 372d;ἐν τοῖς ἀγροῖς.. ταλαιπωρουμένους Ar.Pl. 224
;ἵνα μὴ ταλαιπωροῖτο μηδ' ἄχθος φέροι Id.Ra.24
, cf. V. 967; τεταλαιπωρημένοι ὑπὸ τῆς νόσου worn out by.., Th.3.3;τῷ μήκει τοῦ πολέμου D.18.19
;διὰ τὸν πόλεμον Isoc. 5.38
; τὸ σῶμα ταλαιπωρούμενον being distressed, Plu.Brut.37;σμικρὰ παιδία.. κρύει ταλαιπωρούμενα Gal.6.43
; ἐν ταῖς ὁσημέραι πράξεσι πολλὰ -ούμενος ib.471.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαιπωρέω
-
19 φρυαγμοσέμνακος
φρυ-αγμοσέμνᾰκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φρυαγμοσέμνακος
-
20 ἀκριβής
ἀκρῑβ-ής, ές,A exact, accurate, precise, E.El. 367, etc.;σημεῖον Th.1.10
;δίαιτα Hp.Aph.1.4
; τριταῖος returning precisely at its time, Id.Epid.1.24; γαλήνη complete calm, Jul. Or.1.25c.II of persons, precise, strict,δικασταί Th.3.46
; ;δεινὸς καὶ ἀ. Lys.7.12
; ἀ. τοῖς ὄμμασι sharp- sighted, Theoc.22.194; of arguments, Ar.Nu. 130;ἀ. μουσική E. Supp. 906
, etc.; τὸ ἀ., = ἀκρίβεια, Hp.VM9;τὸ πάνυ ἀ. Th.6.18
: freq.in Adv. - βῶς to a nicety, precisely, ἀ. εἰδέναι, ἐπίστασθαι, καθορᾶν, μαθεῖν, etc., Hdt.7.32, etc.;ἀ. οἶσθα A.Pr. 330
; opp. ἁπλῶς, Isoc.5.46; opp. τύπῳ (in outline, roughly), Arist.EN 1104a2: [comp] Comp. , Act.Ap.18.26: [comp] Sup. ; ἀ. καὶ μόλις with greatest difficulty, Plu.Alex.16:—also οὐκ εἰς ἀκριβὲς ἦλθες at the right moment, E.Tr. 901.c Astron., true, opp. φαινόμενος, Procl. Hyp.4.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκριβής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τρόπους — τρόπος turn masc acc pl τροπόω make to turn imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πολύτροπος — η, ο / πολύτροπος, ον, ΝΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως αλλά και τού Ερμού) (με μτφ. σημ.) αυτός που επινοεί πολλούς τρόπους, πολυμήχανος, δόλιος, πανούργος νεοελλ. αυτός που γίνεται με πολλούς τρόπους αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως)… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek