Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μοχθ-ηρός

См. также в других словарях:

  • θανατηρός — ή, ό (Μ θανατηρός, ά, όν) θανατηφόρος («θανατηρὰ βοτάνη», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα ηρός* (πρβλ. μοχθ ηρός, οδυν ηρός, πον ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • καματηρός — ή, ὁ (Α καματηρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί κάματο, επίπονος, κοπιαστικός («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» Αριστοτ.) αρχ. 1. καταπονημένος, τσακισμένος απ την κούραση, πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», Ηρόδ.) 2. ο εργαζόμενος σε… …   Dictionary of Greek

  • καπνηρός — καπνηρός, ά, όν (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τού καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • κλαυθμηρός — κλαυθμηρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, θρηνητικός, κλαψιάρικος, πένθιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • λαχανηρός — λαχανηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιο είδος λαχάνων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαχανηρά τα λάχανα, τα λαχανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • νοσηρός — ή, ό (Α νοσηρός, ά, όν) 1. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που προξενεί ασθένεια («νοσηρὸν ὕδωρ», Πλούτ.) 2. αυτός που έχει την τάση να αρρωσταίνει, ασθενικός, φιλάσθενος νεοελλ. μτφ. επιβλαβής ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία,… …   Dictionary of Greek

  • τολμηρός — ή, ό / τολμηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.) 2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.) 3 …   Dictionary of Greek

  • χλοηρός — ά, όν, ΜΑ χλοερός, χλωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κατάλ. ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, πον ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • ηχηρός — και ηχερός, ή, ό 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή») 2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός 3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές… …   Dictionary of Greek

  • σιτηρός — ά, ό / σιτηρός, ά, όν, ΝΜΑ βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτηρά τα καλλιεργούμενα είδη φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη, όπως είναι το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, το ρύζι, ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»