-
1 μοχθηρός
A suffering hardship, in sore distress, wretched, of persons, A.Th. 257;ὦ πόλλ' ἐγὼ μ. S.Ph. 254
; ὦ μόχθηρε σύ poor wretch! Ar. Ach. 165, Ra. 1175; ; of conditions,μοχθηρῆς ἐούσης τῆς ζόης Hdt.7.46
; μοχθηρὰ τλῆναι suffer hardships, A.Ch. 752. Adv., σῶμα μοχθηρῶς διακείμενον in a bad way, Pl.Grg. 504e; ζῆν μ. ib. 505a;μ. ἔχειν Arist.Pol. 1254b1
: [comp] Comp.,μοχθηροτέρως ἔχειν Pl.R. 343e
: [comp] Sup. - ότατα, διακείμενοι Id.Erx. 406
.2 in bad condition, ;ἱμάτιον Cratin.207
; ; καταλαβὼν μοχθηρὰ τὰ πράγματα finding trade in a bad state, D.34.8;μ. ἐλπίδας ἔχειν Din. 1.107
;μ. τραγῳδία Arist.Metaph. 1090b20
; ; ;ἀγωγή PTeb.24.57
(ii B. C.); of persons, inferior, μ. (v.l. πονηρ-) ; also, of appearance, μοχθηρὸς τὴν ἰδέαν ugly, And.1.100; of arguments, unsound, fallacious, S.E.P.2.111; of persons, mistaken, Anon.Lond.27.24: so in Adv. -ρῶς, κρίνομεν S.E.M.7.210
.II most freq. of persons, in moral sense, knavish, rascally, Th.8.73, etc.; , cf. Pl.Men. 91e;τοὺς τρόπους μ. Ar.Pl. 1003
; of acts, etc.,μ. τι πράσσειν Trag.Adesp.510
;ὑφοψία μ. OGI315.58
(Pessinus, ii B. C.);ῥῆμα μ. SIG1175.5
(Piraeus, iv/iii B. C.);μοχθηρότερα λεγόντων X.HG1.4.13
(v.l. - ότερον Adv. [comp] Comp.).—Some Gramm. write μόχθηρος, πόνηρος in signf. 1, μοχθηρός, πονηρός in signf. 11, Ammon.Diff.p.94 V., Arc.71.16, but Hdn.Gr.1.197 (ap.Eust.341.14 ) argues that like other Adjs. in - ρος these words ought to be oxyt. in both senses. In the voc. the best codd. always give μόχθηρε, Ar.Ach. 165,Ra. 1175, Pl. 391; cf. πονηρός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοχθηρός
-
2 μόχθος
Grammatical information: m.Meaning: `exertion, difficulty, distress, misery' (Hes. Sc., Pi., trag., mostly poet.).Compounds: often as 2. member, e.g. πολύ-μοχθος `with much exertion' (trag., Arist.), also as building-technical expression in πρό-μοχθοι τὰ προβεβλημένα τῶν τοίχων (H., also Delos IIa).Derivatives: 1. μοχθ-ηρός `laborious, miserable, worthless, bad' with μοχθηρ-ία `bad condition' (IA.), - όομαι `be laborious' (Aq.). 2. μοχθ-ήεις (Nic.), - ώδης (Vett. Val.) `id.' Verbs: 1. μοχθ-έω, also with ἐκ- a.o., `exert oneself, exist with difficulty' (poet. since K 106) with μοχθήματα pl. `exertions' (trag.); 2. μοχθ-ίζω `id.' (poet. since Β 273; metr. variant of 1., s. Chantraine Gramm. hom. 1. 95, Shipp Studies 95); 3. μοχθ-όω `tire' (Aq.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: To μόγος, μογέω (s.v.) with expressive enlarging θ, cf. ἄχθος, ὄχθος, βρόχθος a.o. (Schwyzer 510f., Chantraine Form. 366f.)? Basic forms like *μόγσ-θος (Schulze KZ 28, 270 n.l = Kl. Schr. 437 n. 1 [p. 438]) or *μόγσ-τος are hard to explain. -- To be rejected Pisani Ist. Lomb. 73, 528 (to Skt. myakṣ- `stick fast'); cf. Belardi Doxa 3, 214, W.-Hofinann s. mōlēs. - If the words show a variation γ\/χθ, it will be Pre-Greek. Fur. 319f., 388, who connects μοττίας ᾡ̃ στρέφουσι τῶν ῥυτήρων τὸν ἄξονα H. as Cretan from *μοκτίας.Page in Frisk: 2,261-262Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μόχθος
См. также в других словарях:
θανατηρός — ή, ό (Μ θανατηρός, ά, όν) θανατηφόρος («θανατηρὰ βοτάνη», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα ηρός* (πρβλ. μοχθ ηρός, οδυν ηρός, πον ηρός)] … Dictionary of Greek
καματηρός — ή, ὁ (Α καματηρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί κάματο, επίπονος, κοπιαστικός («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» Αριστοτ.) αρχ. 1. καταπονημένος, τσακισμένος απ την κούραση, πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», Ηρόδ.) 2. ο εργαζόμενος σε… … Dictionary of Greek
καπνηρός — καπνηρός, ά, όν (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τού καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] … Dictionary of Greek
κλαυθμηρός — κλαυθμηρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, θρηνητικός, κλαψιάρικος, πένθιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] … Dictionary of Greek
λαχανηρός — λαχανηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιο είδος λαχάνων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαχανηρά τα λάχανα, τα λαχανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] … Dictionary of Greek
νοσηρός — ή, ό (Α νοσηρός, ά, όν) 1. αυτός που είναι βλαβερός για την υγεία, αυτός που προξενεί ασθένεια («νοσηρὸν ὕδωρ», Πλούτ.) 2. αυτός που έχει την τάση να αρρωσταίνει, ασθενικός, φιλάσθενος νεοελλ. μτφ. επιβλαβής ή βεβαρυμένος με μη υγιά στοιχεία,… … Dictionary of Greek
τολμηρός — ή, ό / τολμηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.) 2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.) 3 … Dictionary of Greek
χλοηρός — ά, όν, ΜΑ χλοερός, χλωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + κατάλ. ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, πον ηρός)] … Dictionary of Greek
ηχηρός — και ηχερός, ή, ό 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή») 2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός 3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές… … Dictionary of Greek
σιτηρός — ά, ό / σιτηρός, ά, όν, ΝΜΑ βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτηρά τα καλλιεργούμενα είδη φυτών, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια αγρωστώδη, όπως είναι το σιτάρι, η σίκαλη, το κριθάρι, το ρύζι, ο… … Dictionary of Greek