Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τροια

См. также в других словарях:

  • Τροία — Τροΐᾱ , Τροία Troy fem nom/voc/acc dual Τροΐᾱ , Τροία Troy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Τροίᾱ , Τροία Troy fem nom/voc/acc dual Τροίᾱ , Τροία Troy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροίᾳ — Τροΐᾱͅ , Τροία Troy fem dat sg (attic doric aeolic) Τροίᾱͅ , Τροία Troy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… …   Dictionary of Greek

  • τροιά — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… …   Dictionary of Greek

  • Τροία — η αρχαία πόλη στη Μ. Ασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τροίας — Τροΐᾱς , Τροία Troy fem acc pl Τροΐᾱς , Τροία Troy fem gen sg (attic doric aeolic) Τροίᾱς , Τροία Troy fem acc pl Τροίᾱς , Τροία Troy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροίαι — Τροΐᾱͅ , Τροία Troy fem dat sg (attic doric aeolic) Τροίᾱͅ , Τροία Troy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροίαν — Τροΐᾱν , Τροία Troy fem acc sg (attic doric aeolic) Τροίᾱν , Τροία Troy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Троя — (Τροία, иначе Илион) главн. город Троады (см.). Из всех поселений Троады пользовалась славою одна Т.; за то у древних греков не было имени, с которым было бы соединено столько воспоминаний, около которого группировалось бы столько знаменитых… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Τροῖαι — Τροία Troy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τροίαθεν — Τροίᾱθεν , Τροίαθεν Troy indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»