-
21 πρόσρησις
A addressing, διδοὺς πρόσρησιν ἑξῆς πᾶσι accosting them, E.IA 341;π. τοῦ θεοῦ τῶν εἰσιόντων Pl.Chrm. 164d
, cf. X.Hier. 8.3; ἡ οἰκέτου π. address to.., Pl.Lg. 777e; ἐπ' ἐξόδοισι γὰρ ἔθαψα.. σ' ἕνεκ' ἐμῆς π. to enable me to address thee, E.Hel. 1166; soὁ σὸς δὲ τύμβος.. τοῖς ἐμπόροις π. ἔσται πανταχοῦ Pl.Com.183
.2 advice, recommendation, Gal.12.2.III in Logic, καθ' ἑκάστην πρόσρησιν according to the mode added in each case, Arist. APr. 25a3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσρησις
-
22 ἐκποιέω
A put out:1 put out a child, i.e. give him to be adopted by another, opp. εἰσποιέω, D.C.60.33 :—[voice] Pass., to be adopted,ἂν ἐκποιηθῇ Is.7.25
, cf. D.C.38.12.2 alienate, Pherecr.65, Cod.Just.1.5.17.1, al.III make complete, finish off, Sophr.76, Hdt.2.125 ([voice] Pass.);οἰκίας IG12(5).252
(Paros, vi/v B.C.); τὰς ὁδοὺς γεφύραις ἐ. furnish them with.., D.C.68.15 ;πρὸς τὰ μεγέθη τὰ γεγραμμένα IG7.3073.101
(Lebad.): c. gen. materiae, Παρίου λίθου τὰ ἔμπροσθε ἐξεποίησαν they made all the front of Parian marble, Hdt. 5.62 ;ἱερὰ βασιλείοις -πεποιημένα τέλεσι Philostr.VA8.31
.IV cause,βλαστάνειν οὐκ ἐ. τὸ τῆς ὥρας Thphr.CP1.14.2
.2 permit, τινί, c.inf., LXXSi.18.4 : impers., it is allowable,Hp.
Prorrh.2.3 ; of the weather, it is favourable, Telesp.53H.: intr., to be sufficient, LXX 2 Ch.7.7 ;ἐφ' ὅσους ἂν ἐκποιῇ μῆνας SIG976.57
(Samos, ii B.C.): impers., it suffices,Lys.
Fr.57S., cf. Chrysipp.Stoic.3.21 : [tense] fut.,περὶ τούτων ἐν τοῖς ἑξῆς σαφέστερον ἐκποιήσει κατανοεῖν Plb.2.24.17
, cf. Ceb.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκποιέω
-
23 ἔφοδος
ἔφοδ-ος (A), ον,------------------------------------ἔφοδ-ος (B), ὁ,2 inspector, PTeb.30.27 (ii B. C.).------------------------------------ἔφοδ-ος (C), ἡ,A approach, Th.4.129, 6.99 (pl.);αὐτόθεν ἐπὶ τοὺς πολεμίους X. An.4.2.6
; εἰς τὸν λόφον ib.3.4.41; entrance to a holy place, Jahresh. 18 Beibl.23 (Cilicia, ii A. D.); ἔφοδον θύειν sacrifice on arrival, GDI 2501.34 (Delph.).b ἔφοδοι θαλάττης advance of the tides, Thphr. Metaph.29.c in argument, method of reasoning,ἡ ἀπὸ τῶν καθ' ἕκαστον ἐπὶ τὰ καθόλου ἔ. Arist.Top. 105a14
; τὰ ἀκόλουθα, τὰ ἑξῆς τῆς ἐ., Ph.1.572, 598; ἐξ ἐναργέος ἐφόδου, i. e. from the clear teaching of experience, Hp.Praec.1.d Archit., course of masonry, IG22.244.98 (iv B. C.), 5(2).33 (Tegea, iii B. C.).2 means of approach, Plb.1.13.9; right of access,δίδοσθαί τινι τὴν ἔ. ἐπὶ τοὺς πολλούς Id.4.34.5
; (Priene, iv B. C.), cf. IG11(4).547 (Delos, iii B. C.); access for traffic and intercourse, communication,ἔφοδοι παρ' ἀλλήλους Th.1.6
;πρὸς ἀλλ. Id.5.35
; right of importation,τῶν ἐπιτηδείων X.HG2.4.3
.b pl., natural passages, e.g. nostrils, Hp.Epid.6.2.16.3 attempt, plan, method, ib.6.5.1, Arist.EE 1230a35, Thphr.Sens.60;ἔ. τῆς ἐξηγήσεως Plb.3.1.11
; method of procedure, Vett. Val.24.12; .II attack, onslaught, A.Eu. 375 (lyr., pl.), Th.1.93, etc.;τοῦ στρατεύματος X.An.2.2.18
;ἔφοδον ποιεῖσθαι Th.2.95
;δέξασθαι Id.4.126
, Pl.Phd. 95b;γνώμης μᾶλλον ἐφόδῳ ἢ ἰσχύος Th.3.11
; ἐξ ἐφόδου τρέψασθαι at the first assault, Plb.1.36.11, cf. OGI 654.4 (Egypt, i B. C.), etc.;τῇ πρώτῃ ἐφόδῳ ἁλῶναι D.H.4.51
;αὐτῆ ἐ. τρεψόμενοι τοὺς πολεμίους Id.3.4
; of ships, εἰς τὴν ὁδὸν καὶ εἰς τὴν ἔφοδον dub.l. in Plb.3.25.4 codd. (leg. ἄφ-) ; νυκτιπόλοι ἔφοδοι of the haunting powers of darkness, as subject to Persephone, E. Ion 1049 (lyr.).3 Rhet., artful exordium, D.H.Is.3 (pl.), Lys.15; = insinuatio, [Cic.] ad Herenn.1.4.6, cf. Aphth.Prog. 13, etc. -
24 ἔχω 1
ἔχω 1.Grammatical information: v.Meaning: `possess, get(back-), have', aor. `conquer, take (in possession)', intr. `hold oneself', med. `id.';Other forms: also ἴσχω, aor. σχεῖν, ἔσχον, fut. ἕξω, σχήσω (Il.), perf. act. ἔσχηκα (Pl. Lg. 765a), med. ἔσχημαι, aor. pass. ἐσχέθην (late).Compounds: very often with prefix in various meanings, ἀν-, ἀπ-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, μετ-, προσ-, συν- etc. As 1. member in e. g. ἐχέ-φρων, ἐχ-έγγυος, ἐχεπευκής (s. v.), ἐκεχειρία (s. v.); also ἰσχέ-θυρον a. o. (hell.); cf. Schwyzer 441; as 2. member e. g. in προσ-, συν-εχής with προσ-, συν-έχεια.Derivatives: From the ε-grade (= present-stem): ἔχμα `obstacle, support, defence' (Il.) with ἐχμάζω (H., Sch.; cf. ὀχμάζω below); Myc. e-ka-ma?; ἕξις `attitude, situation etc.', often in derivv. of prefix-compp., e. g. πρόσ-, κάθ-εξις from προσ-, κατ-έχειν (Ion.-Att.); with ( προσ-, καθ-) ἑκτικός (s. also s. v.); ἑξῆς s. v.; ἐχέ-τλη, - τλιον `plough-handle' (cf. καὶ ἡ αὖλαξ, καὶ ἡ σπάθη τοῦ ἀρότρου Η. and ἐχελεύειν ἀροτριᾶν H.); ἕκτωρ `the holder' (Lyc. 100; also Pl. Kra. 393a as explanation of the PN [s. v.]; Sapph. 157 as surname of Zeus); ἐχυρός s. v. From εὖ ἔχειν: εὑεξία `good condition' (Ion.-Att.; opposite καχεξία from κακῶς ἔχειν) with εὑέκ-της, - τικός, - τέω, also - τία (Archyt.); retrograde formation εὔεξος εὑφυής H. (not with Schwyzer 516 σο-Suffix). From the reduplicated present (s. below): ἰσχάς f. `anchor' (S. Fr. 761, Luc. Lex. 15); lengthened forms ἰσχάνω, - νάω (Il.). From the zero grade (= aorist-stem): σχέσις `situation, character, relation, holding back' (Ion.-Att.), often in derivv. from prefix-compp., e. g. ἀνά-, ἐπί-, ὑπό-, κατά-σχεσις from ἀνα-σχεῖν, - έσθαι etc.; σχῆμα (cf. σχ-ήσω) `attitude, form, appearance' (Ion.-Att.; Schwyzer 523); secondarily σχέμα (H.) Lat. schĕma f. (Leumann Sprache 1, 206); with σχηματίζω with σχημάτ-ισις, - ισμός etc.; verbal adjective ἄ-σχετος `not to hold, irresistable' (Il.); from virtual verbal adjectives come also the abstract-formations ἐπισχεσίη `attitude, pretext' (φ 71), ὑποσχεσίη `promise' (Ν 369, A. R.), cf. Schwyzer 469, Holt Les noms d'action en - σις 86f.; here also *σχερός (s. ἐπισχερώ), σχεδόν, σχέτλιος, σχολή, σκεθρός (s. vv.); (not to ἰσχύς). From the o-grade: ὄχοι m. pl. `holder, preserver' ( λιμένες νηῶν ὄχοι ε 404); ὀχός `fest, certain' (Ph. Byz.), further in verbal adjectives to the prefix-compp. like ἔξ-, κάτ-, μέτοχος (from ἐξ-έχειν etc.); ὀχή f. `holding, support' (Call., Lyc., Ath.); to the prefix-compp. συν-, μετ-, ἐξ-, ἐπ-οχή etc. (from συν-έχειν etc.); ὀχεύς "holder", `helm-strap, girdle-clasp, door-bolt etc.' (Il.; cf. Boßhardt Die Nom. auf - ευς 30, also on ὀχεύω `pounce upon' etc.; cf. s. v.); ὄχανον `shield-holder' (Anakr., Hdt.), also ὀχάνη (Plu.; cf. Chantraine Formation 198); ὀχυρός, s. ἐχυρός; ὄχμος `fortress' (Lyc.), ὄχμα πόρπημα H.; with ὀχμάζω `hold fest' (A., E.); adv. ὄχα `widely, by far' (ὄχ' ἄριστος Il.), ἔξοχα `in front of' (ἔχω 1 πάντων; Il.). Reduplicated formation: ἀν-οκωχή s. v.; also (ἐν) συνεοχμῳ̃?; s. v., w. compositional lengthening: εὑωχέω, s. v. - On συνοκωχότε (Β 218) s. v.Origin: IE [Indo-European] [888] *seǵh- `hold, have'Etymology: ἔχω, with reduplication ἴ-σχ-ω (\< *ἵ-σχ-ω, ( σ)ί-σχ-ω), has an exact agreement in Skt. sáhate `force, conquer' (= ἔχεται, IE *séǵʰetoi); but the zero grade aorist and the other verbal forms are isolated (GAv. zaēma not = σχοῖμεν, s. Humbach Münch. Stud. 10, 39 n. 12). In Greek the word group knew a strong development; cf. Meillet Άντίδωρον 9ff., Porzig Gliederung 115f. On the other hand in Greek fail the neutral s-stem Skt. sáhas- `force, srength, victoy', Av. hazah- `id.', Goth. sigis (cf. on ἐχυρός). The group is also represented in Celtic, e. g. in the Gaulish names Σεγο-δουνον, Sego-vellauni. - Older lit. and further forms in Bq s. v., Pokorny 888f.Page in Frisk: 1,603-604Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔχω 1
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξής — (AM ἑξῆς, Α επικ. τ. ἑξείης, δωρ. τ. ἑξᾱν) 1. με τη σειρά, στη συνέχεια («ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῑνι θαλάσσης», Ομ. Οδ.) 2. (με άρθρο) ὁ, ἡ, τὸ ἑξῆς ο επόμενος («έκανα την εξής σκέψη») 3. φρ. «στο (εις το) εξής» στο μέλλον νεοελλ. φρ. «ούτω καθ… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… … Dictionary of Greek
Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία … Dictionary of Greek
Αρμούρη, Του — Τίτλος επικού ποιήματος που ανήκει στον ακριτικό κύκλο. Σύμφωνα με τον Γκρεγκουάρ, θεωρείται το αρχαιότερο δημοτικό τραγούδι που διατηρήθηκε στη μνήμη του λαού. Αποτελείται από 201 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και εκδόθηκε για… … Dictionary of Greek
Παναιτίου, ζωγράφος του- — Ανώνυμος αγγειογράφος του αυστηρού ερυθρόμορφου ρυθμού, τα έργα του οποίου έχουν μεν την υπογραφή του περίφημου αγγειογράφου Ευφρόνιου (500 460 π.Χ.), αλλά η αγγειογραφία τους αποδίδεται σε αυτόν, θεωρείται βοηθός του Ευφρόνιου, που εκτός από την … Dictionary of Greek
Κιβωτός του Νώε — Βιβλικός όρος. Πλωτό σκάφος (κιβωτός), που σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Γένεση) κατασκεύασε ο Νώε έπειτα από επιταγή του Θεού, για να διασώσει την οικογένειά του και κάποια είδη ζώων από τον Κατακλυσμό. Η κιβωτός είχε σύμφωνα με την παράδοση,… … Dictionary of Greek
τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
εξάν — ἐξᾱν (Α) δωρ. τ. αντί τού έξῆς* σε επιγραφές. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξής] … Dictionary of Greek
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek