-
1 εξης
Iэп. тж. ἑξείης adv.1) в ряд, рядом, друг подле друга(ἑζόμενοι Hom.)
2) по порядку, по очереди, последовательно(πρόσρησιν διδόναι πᾶσιν Eur.; λέγειν Plat., Arst.)
τοῦ ἑ. ἕνεκα πειραίνεσθαι τοῦ λόγου Plat. — в интересах последовательного завершения беседы;τὰ ἑ. Arst. — последовательный ряд3) после, впоследствииτὸν ἑ. χρόνον Plat. — вслед за этим;
ἐν τῇ ἑ. (ἡμέρᾳ) или τῇ ἑ. NT. — на следующий день;τὰ ἑ. πράγματα Polyb. — последующие событияII1) возле, подле, рядом с(τινι ἀγοράζειν Arph.; ἑ. τούτων ἐγκάρσιον τὸ Σικελικόν Arst.)
τὸ ἑ. ἔργον τῷ Μαραθῶνι Plat. — подвиг, который следует поставить рядом с Марафонским сражением2) после, вслед за(ἑ. τούτων Plat., Arst.)
-
2 επιβαλλω
(aor. 2 ἐπέβαλον, pf. ἐπιβέβληκα)1) (во или на что-л.) бросать, набрасывать (sc. τρίχας Hom.; κάρφος λεπτὸν τοῖς σώμασιν Plut.; τὰ ἱμάτιά τινι NT.)ἑωυτὸν ἐπιβαλεῖν ἐς τὸ πῦρ Her. — броситься в огонь;
ἐ. τέν ἀντίρρησιν Plut. — выступить с возражением;med. — возлагать, надевать на себя (πλόκον ἀνθέων χαίταισιν Eur.)2) насыпать, наваливать(ἐπὴ ἁμάξας τι Thuc.; ὕλην καὴ γῆν Xen.; κόπρον ἐπί τι Plat.)
3) класть, накладывать(τέν χεῖρα τῇ λαβῇ τοῦ ξίφους Plut.; τέν χεῖρα ἐπ΄ ἄροτρον NT.)
ἐ. χεῖρας ἐπί τινα NT. — схватить кого-л.4) брать в руки, браться(βοῶν ἐχέτλῃ Anth.; med. τοῖς αὐλοῖς Diod.)
5) ( об ударах) наносить(πληγάς τινι Xen.)
ἐ. ἱμάσθλην Hom. — бить кнутом6) (о печатях и т.п.) прикладывать, налагать(δακτύλιον Her.; σφραγῖδάς τινι Arph. и med. σφραγῖδας ἐπι τι Polyb.; σύμβολον Arph.; σημεῖα γράμμασι Plat., χαρακτῆρα Arst.)
7) ( об обязанностях) возлагать(τέν ταμιευτικέν ἀρχήν τινι Plut.)
8) (о наказаниях, податях и т.п.) налагатьἐ. φυγέν ἑωυτῷ Her. — обречь себя на изгнание9) (нис)посылать, причинять(ἀνάλγητά τινι Soph.; λύπην τινί Eur.; φόβους ψυχαῖς Plat.)
10) (о лекарствах и т.п.) прикладывать, применять(κρόκον καὴ νάρδον Plut.)
11) ( о мерах длины) прикладывать(τὸν πῆχυν τῷ μετρουμένῳ Arst.)
12) приставлять, пришивать(ἐπίβλημα ἐπὴ ἱματίῳ NT.)
13) прибавлять, добавлять(μηδὲν ἢ μικρόν τινι Arst.)
τὸ φῶς νέον ἀεὴ ἐ. Plat. — светить все новым светом14) помещать позади(τὸν τέταρτον στόλον τινί Polyb.)
15) отплывать, отправляться(Φεάς Hom.; Φεράς HH.)
16) устремляться, совершать набег, нападать(ἀλλήλοις Plat.; ἐπὴ τόπον τινά, εἰς τοὺς Λοκρούς Polyb.; τοῖς Ἀρβήλοις Diod.; τοῖς μυρίοις, sc. πολεμίοις Plut.; перен. τὰ κύματα ἐπέβαλλεν εἰς τὸ πλοῖον NT.)
ἥ ἑτέρα (γραμμέ) ἐπιβάλλει τῆς ἑτέρας Arst. — одна линия пересекает другую17) досл. падать, перен. восходитьὅπου ἂν ὅ ἥλιος ἐπιβάλλῃ Arst. и ἅμα τῷ τὸν ἥλιον ἐπιβάλλειν Polyb., — с восходом солнца
18) приходить на смену, (за кем или чем-л.) следовать(ἑξῆς Polyb.; τινί Plut. и ἐπί τινι Diod.)
ἐπιβαλὼν ἔφη Polyb. — выступив в свою очередь, он сказал;ἐπιβαλὼν ἔκλαιεν NT. — затем он заплакал;ἐπιβεβληκότες Ἀντιφῶντι Plut. — находящиеся в обществе Антифонта19) приходиться, выпадать на долю(τινί Her., Arst. и ἐπί τινα Dem.)
τοὺς Δελφοὺς ἐπέβαλλε τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος παρασχεῖν Her. — Дельфам пришлось доставить четверть обусловленной суммы;κατὰ τὸν ἐπιβάλλοντα καιρόν Arst. — когда представится случай;τὸ ἐπιβάλλον (μέρος) Her., Dem., Polyb., Diod. и τὰ ἐπιβάλλοντα Plut. — доля, жребий, участь20) приличествовать, подобать, надлежать(φιλοσόφοις ἐπιβάλλει μάλιστα ὅ σχολαστικὸς βίος Plut.)
21) (тж. ἐ. την διάνοιαν Diod.) (на что-л.) набрасываться, (за что-л.) приниматься, посвящать себя(τοῖς κοινοῖς πράγμασιν, med. ναυπηγίᾳ Plut.)
22) med. отваживаться, предпринимать(τοσοῦτον ἔργον Plat.; ταύτην τέν μέθοδον Arst.; τόλμῃ καὴ πράξει τινί Polyb.)
ἐ. αὐθαίρετον δουλείαν Thuc. — добровольно отдать себя в рабство23) med. стремиться, замышлять, затевать(ποιεῖν τι Dem., Polyb.)
ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος Hom. — жаждущий военной добычи;ἐ. τοῦ εὖ ζῆν Arst. — стремиться к счастливой жизни(ἐπὴ ταῖς νευραῖς Xen.)
ἐπιβεβλημένοι τοξόται Xen. — приготовившиеся к стрельбе лучники25) med. относиться, касаться(ἥ σκέψις ἐπιβάλλει τινί и περί τινος Arst.)
-
3 εκποιεω
1) делать, изготовлять, строить2) производить, выделять(σπέρμα Arst.)
3) med. рождать(βότρυς Arph.)
4) impers. (воз)можноπερὴ τούτων ἐν τοῖς ἑξῆς σαφέστερον ἐκποιήσει κατανοεῖν Polyb. — в этом яснее можно будет разобраться из последующего
5) передавать для усыновления, pass. быть усыновляемым Isae.
См. также в других словарях:
εξής — (AM ἑξῆς, Α επικ. τ. ἑξείης, δωρ. τ. ἑξᾱν) 1. με τη σειρά, στη συνέχεια («ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῑνι θαλάσσης», Ομ. Οδ.) 2. (με άρθρο) ὁ, ἡ, τὸ ἑξῆς ο επόμενος («έκανα την εξής σκέψη») 3. φρ. «στο (εις το) εξής» στο μέλλον νεοελλ. φρ. «ούτω καθ… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… … Dictionary of Greek
Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία … Dictionary of Greek
Αρμούρη, Του — Τίτλος επικού ποιήματος που ανήκει στον ακριτικό κύκλο. Σύμφωνα με τον Γκρεγκουάρ, θεωρείται το αρχαιότερο δημοτικό τραγούδι που διατηρήθηκε στη μνήμη του λαού. Αποτελείται από 201 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους και εκδόθηκε για… … Dictionary of Greek
Παναιτίου, ζωγράφος του- — Ανώνυμος αγγειογράφος του αυστηρού ερυθρόμορφου ρυθμού, τα έργα του οποίου έχουν μεν την υπογραφή του περίφημου αγγειογράφου Ευφρόνιου (500 460 π.Χ.), αλλά η αγγειογραφία τους αποδίδεται σε αυτόν, θεωρείται βοηθός του Ευφρόνιου, που εκτός από την … Dictionary of Greek
Κιβωτός του Νώε — Βιβλικός όρος. Πλωτό σκάφος (κιβωτός), που σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Γένεση) κατασκεύασε ο Νώε έπειτα από επιταγή του Θεού, για να διασώσει την οικογένειά του και κάποια είδη ζώων από τον Κατακλυσμό. Η κιβωτός είχε σύμφωνα με την παράδοση,… … Dictionary of Greek
τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
εξάν — ἐξᾱν (Α) δωρ. τ. αντί τού έξῆς* σε επιγραφές. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξής] … Dictionary of Greek
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek