-
1 τεμάχη
τέμαχοςslice of fish: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)τέμαχοςslice of fish: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
2 τέμαχος
A slice of fish ( τόμος being commonly employed of meat, cf. Phryn.13), Hp.Aff.41, Ar.Eq. 283, Pl. 894, X.An.5.4.28, Alex.186.8, PCair.Zen.82.10 (iii B.C.), etc.;κεστρᾶν τεμάχη Ar.Nu. 339
;θύννου Ephipp.12
(anap.): later, generally, for slices of meat, Luc.Gall.14, Philostr.VA1.21, 2.6; of fruit, Paul.Aeg.7.11: sg. in collective sense, prob. in IPE12.76.15 (Olbia, cf. Supp.Epigr.3.587): metaph., τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων Aesch. ap. Ath.8.347e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέμαχος
-
3 καταπίνω
A , later- πιοῖμαι Plu.Alc.15
: [tense] aor.κατέπιον IG4.951.102
(Epid.); poet.κάππιον Hes.Th.p.45
R.: [tense] pf. :—gulp, swallow down, both of liquids and solids (), τοὺς μὲν κατέπινε Κρόνος (sc. υἱούς) Hes.Th. 459, cf. 467, E.Cyc. 219;ὁ τροχίλος.. καταπίνει τὰς βδέλλας Hdt.2.68
, cf. 70; ; λίθους Id.Av. l. c.; [ κίχλας] Pherecr.108.24; [ μάζας] Telecl.1.5; of the sea,μὴ ναῦν κατὰ κῦμα πίῃ Thgn.680
, cf. Arist.Pr. 931b39 ([voice] Pass.); τὸ στόμα [ τῆς γῆς]- πίεται αὐτούς LXXNu.16.30
:—[voice] Pass., τὸ -ποθὲν ὕδωρ (sc. by the earth) Pl.Criti. 111d; of rivers that disappear underground, Arist.Mete. 351a1;ὑφ' ἅμμου D.S.1.32
; of cities swallowed by an earthquake, Str.1.3.17;πόλις καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Plb.2.41.7
.2 abs., swallow,μόλις καταπίνειν δύνηται Hp.Aph. 4.35
, cf. Gal.Nat.Fac.3.6.II metaph., τὸν ἡμίοπον ὁ μέγας [ αὐλὸς] κ. A.Fr.91;καταπιοῦνται ὑμᾶς οἱ Ἀθηναῖοι Plu.Alc.15
:—[voice] Pass., to be absorbed, of knots in wood, Thphr.HP5.2.2;τῆς -πεπομένης ὑπ' αὐτοῦ φύσεως Dam.Pr.10
.b κ. Εὐριπίδην drink in Euripides, i.e. imbibe his spirit, Ar.Ach. 484, Luc.JTr.1:—[voice] Pass.,τὸ τεχνίον ἀεὶ τοῦτό μοι κατεπίνετο Antid.2.4
.c swallow, absorb,τὰς τέχνας Chrysipp.Stoic.2.257
([voice] Pass.); but, swallow one's anger, ib. 242.2 swallow up, consume, [the robe] ; ὁ δικαστὴς αὐτὰ [the revenue]καταπίνει μόνος Id.Ra. 1466
; τὸν ναύκληρον αὐτῷ σκάφει κ. Anaxil.22.19; τι Men. Epit. 151.3 spend, waste in tippling, [ τὴν οὐσίαν]οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλὰ.. καὶ κατέπιεν Aeschin.1.96
, cf. D.C.45.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπίνω
-
4 κατατέμνω
A : [tense] aor. κατέτεμον (v. infr.); [dialect] Ion. and [dialect] Dor.κατέταμον Hdt.4.26
, Tab.Heracl.1.14:—cut in pieces, cut up,κρέα Hdt.
l.c., cf. Ar. Pax 1059;ἑαυτόν X.Mem.1.2.55
;τὴν κεφαλήν Aeschin.3.212
;γέρρα X.An.4.7.26
:—[voice] Med., κ. δέραν ὄνυχι lacerate, E.El. 146 (lyr., tm.):—[voice] Pass., τελαμῶσι κατατετμημένοις with regularly cut bandages, Hdt.2.86;σπλάγχνα κατατετμημένα Ar.Av. 1524
; χώρη ἐς διώρυχας -τέτμηται is cut up into ditches or canals, Hdt. 1.193, cf. 2.8; κατετέτμηντο ἐξ αὐτῶν (sc. τῶν διωρύχων)τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν X.An.2.4.13
.b metaph.,τι ἐν τοῖς λόγοις κ. Pl.Hp.Ma. 301b
.2 c. dupl. acc., κ. τινὰ καττύματα cut him up into strips, Ar.Ach. 301; σῶμα κατατεμὼν κύβους having cut it up into cubes, Alex.187.4;τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμών Ephipp.22
;ὅτι σμικρότατα τὸ σῶμα Pl.R. 610b
; κ. (sc. τὰν γᾶν) μερίδας τέτορας Tab.Heracl. l.c.: —[voice] Pass., κατατμηθείην λέπαδνα may I be cut up into straps, Ar.Eq. 768.3 κ. τὸν Πειραιᾶ lay it out in streets, Arist.Pol. 1267b23:— [voice] Pass., τὸ ἄστυ κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθέας has its streets cut straight, Hdt.1.180.4 cut into the ground,κ. τοῦ χωρίου βάθος τρεῖς πόδας IG22.1668.7
; τὰ κατατετμημένα places where mines have already been worked, opp. τὰ ἄτμητα, X.Vect.4.27.5 cut down, pare, [τὸ δέρμα] ὁμαλῶς Hp.Fract.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατέμνω
-
5 κωπαΐς
A of or near Copae (in Boeotia), ἡ K. λίμνη Lake Copais, Hdt.8.135, Str.9.2.27; ἡ K. alone, Ath.7.207d.2 ἐγχέλεις Κωπαΐδες eels from Lake C., Ar.Ach. 880; Κωπᾷδ' ἔγχελυν ib. 962: without Subst.,Κωπᾴδων σπυρίδας Id. Pax 1005
(anap.);Κωπᾴδων ἁπαλῶν τεμάχη Stratt.44
. -
6 μελάνδρυς
A a large kind of tunny, Pamphil. ap. Ath.3.121b:—hence [full] μελάνδρυα (sc. τεμάχη), τά, cheap cuts of tunny, Xenocr. ap. Orib.2.58.146 (said to resemble black oak-roots, cf. Plin.HN9.48); and [full] μελανδρύαι (sc. τόμοι), οἱ, Ath. l. c., 7.315e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάνδρυς
-
7 ταριχεύω
II preserve food by salting, pickling, or smoking,τ. ὄα Id.Smp. 190d
; ἐλᾶν ( = ἐλαίαν) PRyl.231.5 (i A.D.):—[voice] Pass., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Hdt.2.77
, cf. PGiss.93.2 (ii A.D.), etc.; τεμάχη τεταριχευμένα preserved meat, X.An.5.4.28;χλωρὰ [κάππαρις] πρὶν -ευθῆναι Gal.6.615
.III metaph. in [voice] Pass., waste away, wither, , cf. Sophr.54; τεταριχευμένος stale, opp. νεαλὴς καὶ πρόσφατος, D.25.61.2 Medic., reduce a patient by starving, Gal.15.595.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταριχεύω
-
8 ἐγχέλειον
ἐγχέλ-ειον, τό, Dim. of ἔγχελυς, in sg., Ar.Fr.318.7, Antiph.222.4: mostly in pl., Pherecr.108.12, Callias Com.3, Posidipp.14;Aὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar.Ach. 1043
: but in ll.cc. prob. neut. pl. of ἐγχέλειος (sc. κρέα or τεμάχη); soτέμαχος ἐγχέλειον Pherecr.45
, cf. Eust. 1231.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγχέλειον
-
9 ἐξοπτάω
A bake thoroughly,ἐν τῇ καμίνῳ τοὺς ἀμφορέας Hdt.4.164
;σάρκας πυρί E.Cyc. 403
, cf. Ar.Ach. 1005:—[voice] Pass.,τεμάχη ἐξωπτημένα Pherecr.108.10
, cf. Eub.15.8; ἐ. τὴν κάμινον heat it violently, Hdt. 4.163.II metaph., of love,ἐξοπτᾷ δ' ἐμέ S.Fr.474.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοπτάω
-
10 ἠτριαῖος
A of the stomach,τεμάχη Com.Adesp.863
; τὸ ἠ. stomach, paunch, Ar.Fr.318.6:—also [full] ἠτριαία, ἡ, ib.506.5, Luc. Lex.6, Ath.1.4c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠτριαῖος
-
11 ῥιπίζω
A blow up or fan the flame,πολέμου ἔριν Cypr.Fr.1
;στάσιν ἀνεγείρει καὶ ῥιπίζει Ar.Ra. 360
;ῥ. πῦρ Plu.Flam.21
;φλόγα AP5.121
(Diod.):—[voice] Pass., τεμάχη ῥιπίζεται the fish is fanned to boiling-point, Ar.Ec. 842.2 fan a person, in [voice] Med., fan oneself, Hp.VM16:—[voice] Pass.,ῥιπίζεσθαι ὑπὸ τῶν περιστερῶν Antiph.202.5
; to be fanned or blown about,ὑπ' ἀνέμου Com.Adesp. 1324
, cf. Arist.Pr. 967a21;πρὸς ἀνέμων Ph.2.511
;κλύδων ἀνεμιζόμενος καὶ ῥιπιζόμενος Ep.Jac.1.6
;ῥιπιζομένη ἄχνη D.C.70.4
: metaph.,ῥ. ταῖς ἐλπίσι Alciphr.3.47
. -
12 ἔγχελυς
ἔγχελυς, - υος etc.Grammatical information: f.Meaning: `eel' (Il.).Derivatives: Dimin. ἐγχελύδιον (middle comedy), ἐγχελεών, - υών `eel-trap' (Arist.), ἐγχέλειος `of an eel', mostly subst. ntr. (pl.), scil. κρέα, τεμάχη etc. (com.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: ἔγχελυς recalls other words for eel, Lat. anguilla, Lith. ungurỹs etc., but no IE form can be reconstructed. Acc. to an old interpretation ἔγχελυς is a cross of ἔχις and a word like Lat. anguis (from which anguilla) `snake'. Note further Lesb. ἴμβηρις ἔγχελυς. Μηθυμναῖοι H, beside which you have λέβηρις `skin of a snake. The words are no doubt non-IE. - Pok. 43ff. Thompson Fishes s. v.; also Strömberg Fischnamen 10ff.Page in Frisk: 1,439-440Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔγχελυς
См. также в других словарях:
τεμάχη — τέμαχος slice of fish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τέμαχος slice of fish neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέμαχος — το, ΝΜΑ τεμάχιο νεοελλ. φρ. α) «ηπειρωτικά τεμάχη» γεωλ. γεωλογικό σύμπλεγμα ηπειρωτικών διαστάσεων που απαντά μέσα σε σειρές ιζηματογενών πετρωμάτων ή συνδέεται με τις τεκτονικές διεργασίες τών επωθήσεων β) «αλλόχθονα τεμάχη» γεωλ. γεωλογικό… … Dictionary of Greek
κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
παρέκκλιση — Εκτροπή ενός πλοίου ή ενός αεροπλάνου από την πορεία, η οποία οφείλεται, αντίστοιχα, σε ρεύματα του νερού ή της ατμόφαιρας. Η γωνία της π. είναι αυτή που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της ταχύτητας του κινητού, ως προς το νερό ή τον αέρα όπου… … Dictionary of Greek
FORUM — an a ferendo, quod eo controversias suas et quae ven dere vellent, conferrent, ut voluit Varro: an a voce foras, quod sc. foras et sub dio sit, ut alii: an a fando, ut Isid. sentit, dictum, varias habet significationes: quibus omnissis, de iis… … Hofmann J. Lexicon universale
GLANIS — I. GLANIS Graece γλάνις, Aeliano φιλοτεκνότατος ἰχθύων, ex piscibus suae prolis amantissimus, siluro forma similis est. Quae res impovit Plin. ut, quod de glanide scripserat Aristor. Hist. Anim. l. 6. c. 14. ipse tribuerit siluro. Sic autem ille… … Hofmann J. Lexicon universale
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… … Dictionary of Greek
προχώρα — Στη γεωλογία, είναι τα θεμελιώδη ηπειρωτικά τεμάχη, εκείνα που κατά τη διάρκεια των πτυχώσεων δεν υπόκεινται σε πτύχωση, αλλά ενεργούν ως ένα σύστημα αντιστάσεων κατά των δυνάμεων συμπίεσης από τη μάζα που θέτουν σε κίνηση οι ορογενετικές… … Dictionary of Greek
ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… … Dictionary of Greek
σεπτάριο — το, Ν (πετρογρ.) μεγάλο σφαιροειδές σύγκριμμα με διάμετρο 80 90 εκατοστόμετρα, το οποίο αποτελείται, συνήθως, από αργιλούχα ανθρακικά ορυκτά και χαρακτηρίζεται από ένα σύστημα εσωτερικών ρωγμών που τό αποκόπτουν ακανόνιστα σε πολυγωνικά τεμάχη… … Dictionary of Greek