Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τέμνων

См. также в других словарях:

  • τέμνων — τέμνω cut pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TANAIS — I. TANAIS incolis Don, fluv. Sarmatiae Europaeae notissimus et maximus, illam ab Asia disterminans, in Moscorum finibus oriens, et in meridiem oblique decurrens, ac in Moeoticam paludem magnâ vi aquarum influens. Silus Scythis dicitur, teste… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • свирель — род. п. и, ж., укр. свирiль, свирiлка, др. русск., ст. слав. свирѣль κιθάρα (Супр.), болг. свирол свирель , сербохорв. свѝрала свирель , словен. sviralо музыкальный инструмент . Производное от *svirati, др. русск. свирати, свиряти играть на… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • отълоучати — ОТЪЛОУЧА|ТИ (93), Ю, ѤТЬ гл. 1.Отделять, разделять: и по ѥстьствѹ законъ жива˫а. ѿ тѣ||хъ ˫азыкъ себѣ ѿлѹча˫а. ѿ съложени˫а мира и до сьде саи. (ἀφορίζων) КЕ XII, 250а–б; Иже ˫авлѥнѣѥ различиѥ. плъти и б҃жьства. по въѥдинѥнии ѿлѹчають. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • HAMADRYADLS — nhymphae. Virg. Ecl. 10. v. 62. Iam neque Hamadryades rursus; nec carmina nobis Ipsa placent. Ubi Serv. Nymphae, inquit, sunt, quae cum arboribus nascuntur et intereunt; ἀπὸ τȏυ ἅμα, καὶ τῆς δρυὸς, qualis fuit illa, quam Erisichthon occidit. Ovid …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρταμος — ἄρταμος, ο (Α) 1. αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο μάγειρος ή ο χασάπης 2. μτφ. ο φονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπανίως χρησιμοποιούμενη λέξη. Σύμφωνα με την ερμηνεία της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να… …   Dictionary of Greek

  • επανίημι — ἐπανίημι (Α) [ίημι] 1. εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου («σοὶ δὲ ἐπὶ τοῡτον ἀνῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κατά μέρος, παρατώ («δεῑ δὲ ταῡτα ἐπανέντας κοινόν... τὸ πράττειν ποιῆσαι», Δημοσθ.) 3. μετριάζω, χαλαρώνω κάπως, αμελώ… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσόμοθος — θαλασσόμοθος, ον (Α) αυτός που αγωνίζεται με τα κύματα («κύματα τέμνων χερσὶ θαλασσομόθοισιν», Νόνν.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + μόθος «θόρυβος της μάχης»] …   Dictionary of Greek

  • λέχρις — (Α) επίρρ. πλαγίως, λοξά («λέχρις τέμνων ἄπο μήδεα πατρός», Αντίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λέχριος «εγκάρσιος», κατά τα επιρρ. ἄχρις, μέχρις] …   Dictionary of Greek

  • λατρεύω — (AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω) 1. αγαπώ τον θεό και τόν υπηρετώ με τέλεση τού τυπικού τής θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.) 2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β.… …   Dictionary of Greek

  • πρίων — (I) ο, ΝΑ το πριόνι αρχ. 1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου 2. ο πριονιστής («ὡς πρίων , ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ ἀντενέδωκε», Αριστοφ.) 3. ως κύριο όν. Πρίων παρωνύμιο εμπόρου ξύλων 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»