-
1 ΠΕΤΏ
-
2 πετάννῡμι
πετάννῡμι, fut. πετάσω, att. πετῶ, aor. ἐπέτασα, ep. πέτασσα, perf. pass. πέπταμαι, selten πεπέτασμαι, Orak. bei Her. 1, 62, ἀναπεπέτασται, Luc. somn. 29, aor. pass. ἐπετάσϑην; – ausbreiten; aus einander falten, wie Gewänder, Od. 6, 94; Segel, 5, 269, vgl. Il. 1, 480. 8, 441 Od. 1, 130; χεῖρε, beide Arme ausbreiten, bes. gegen Einen, ihn zu umarmen, od. ihn anzuflehen, Il. 4, 523. 15, 549; von Thürflügeln, sie aus einander schlagen, öffnen, πύλαι πεπταμέναι, geöffnete Thürflügel, 21, 531, vgl. 538 Od. 21, 50; übertr., ϑυμὸν πετάσαι, das Herz weit machen, es in sehnsüchtigem Verlangen schwellen, 18, 160; pass. sich nach allen Seiten hin ausbreiten, ausdehnen, αἴϑρη πέπταται ἀνέφελος, αἴγλη Ἠελίοιο πέπταται, Od. 6, 45 Il. 17, 371; sonst noch sp. D.: πεπταμέναι περὶ τέκνα μέγα κλαίουσι γυναῖκες, Opp. Cyn. 3, 106; πεπταμένον κῶας, Ap. Rh. 2, 405; Anth. – Vgl. noch πιτνάω, πίτνημι; verwandt ist pateo, auch πέτομαι, wahrscheinlich auch πίπτω.
-
3 πίτνω [2]
πίτνω, = πιτνέω, πίπτω (von ΠΕΤΩ, wie γίγνομαι von ΓΕΝ, πίλναμαι von πέλας), wird von einigen alten Gramm. als praes. verworfen, u. nur als aor. ἔπιτνον, πιτνεῖν zu πιτνέω anerkannt; andere aber, wie z. B. Schol. Il. 16, 827 nach Herodian., der τέμνων u. κάμνων vergleicht, ließen auch das praes. gelten, wofür sich unter den Neuern bes. Elmsl. ad Soph. O. C. 1732 u. Eur. Heracl. 77. 618 (vgl. Herm. zu Elmsl. Med. 53 p. 340 u. Ellendt lex. Soph.) entscheidet; ἔπιτνον scheint immer aor. zu sein, bei πιτνών schwankt der Accent fast überall; Pind. Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πιτνών, N. 5, 42, wie ἐν γούνασιν πιτνόντα Νίκας, I. 2, 26; Aesch. τὸ μὲν πιτνόν, ἄλλο δ' ἀείρει τρίχαλον, Spt. 759; πιτνόντος οἴκου, Ag. 1514; περὶ φόβῳ πιτνών, Ch. 36; Soph. ἐν ποίμναις πιτνών, Ai. 184. 293; ἄταφος ἔπιτνε, O. C. 1729; πίτνειν oder πιτνεῖν 1738; πιτνὼν πρὸς οὖδας, Eur. Suppl. 165; τῶν σῶν πάρος πιτνοῦσα γονάτων, Andr. 574; ϑριγκὸν δόμων πιτνόντα, I. T. 48; παίδων ἱκετῶν πιτνόντων, Med. 863.
См. также в других словарях:
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek
πετώ — πετάω / πετώ, πέταξα βλ. πίν. 64 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πετώ — πέταξα, πετάχτηκα, πεταγμένος 1. πέτομαι, φτερουγίζω: Πετούν οι γλάροι στο γιαλό, πετούν τα γλαροπούλια. 2. κυματίζω, ανεμίζω στον αέρα: Πετάει η σημαία στην κορφή του καταρτιού. 3. μτφ., φεύγω γρήγορα: Πετάει ο καιρός, φεύγει ο καιρός. 4. μτβ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετῶ — πετάννυμι fly fut ind act 1st sg (attic epic ionic) πετάννυμι fly pres imperat mp 2nd sg πετάννυμι fly pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πετάννυμι fly pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πετάννυμι fly imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτω — πέτομαι fly pres imperat mp 2nd sg πίπτω Exc. ex libris Herodiani aor subj act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπέτομαι — ἐπιπέτομαι (AM) (Μ και ἐπιπετάομαι) [πέτομαι] πετώ (α. «ἀετὸς ἐπιπτόμενος αἴσιος», Ξεν. β. «βέλος ἐπιπετασθέν», Ευστ.) αρχ. 1. πετώ από πάνω («ὃς ἄβραχα πεδία καρποφόρα τε γᾱς ἐπιπετόμενος ἰαχεῑ», Ευρ.) 2. πετώ, τρέχω με βιασύνη κάπου («καινὰ καὶ … Dictionary of Greek
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι … Dictionary of Greek
αποπέτομαι — ἀποπέτομαι (Α) 1. πετώ επάνω, πετώ μακριά 2. πετώ κι εξαφανίζομαι … Dictionary of Greek
διαπέτομαι — (Α) [πέτομαι] 1. πετώ ανάμεσα, διατρέχω πετώντας 2. πετώ μακριά, εξαφανίζομαι 3. (για τη φήμη) πετώ προς όλες τις διευθύνσεις, διαδίδομαι παντού … Dictionary of Greek