Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

αἰχμάν

См. также в других словарях:

  • αἰχμάν — αἰχμά̱ν , αἰχμή point of a spear fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άιχμαν, Άντολφ — (Αdolf Eichmann, Λιντς, Αυστρία 1906 – 1962). Γερμανός πολιτικός. Έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της Αυστρίας και το 1938 του ανατέθηκε η διεύθυνση των εβραϊκών υποθέσεων. Στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν αξιωματικός των Ες Ες. Από τη… …   Dictionary of Greek

  • γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»