-
1 τανυ-
-
2 τάνυ
-
3 τανυ-
τανυ- ( τείνω): stem of an adj., used as a prefix, meaning stretched out long or thin.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τανυ-
-
4 τανυ-πτέρυξ
τανυ-πτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος, mit ausgebreiteten, ausgespannten od. langen Flügeln; auch weit od. schnell fliegend; οἰωνοί, Il. 12, 237; ἅρπη, 19, 350; νώτων, Antp. Th. 19 (IX, 59).
-
5 τανυ-πτέρυγος
τανυ-πτέρυγος, = Folgdm, Simonds. Irg. 2; Antp. Th. 19 (IX, 59).
-
6 τανυ-πλόκαμος
τανυ-πλόκαμος, mit langen Locken, Nonn.
-
7 τανυ-σκόπελος
τανυ-σκόπελος, mit sich weit erstreckendem Felsen, Nonn.
-
8 τανυ-χειλής
τανυ-χειλής, ές, mit langen Lippen, langem Schnabel, Rüssel; μέλισσαι, Qu. Sm. 3, 221; ὄρνιϑες, 5, 12.
-
9 τανυ-κρήπις
τανυ-κρήπις, ῑδος, mit langen Schuhen od. Stiefeln, E. M. 183, 7.
-
10 τανυ-γλώχῑν
τανυ-γλώχῑν, ῑνος, ὁ, ἡ, mit langer Spitze; όίστοί Il. 8, 297; Simon, ls. 42 (VII, 443); τρίαινα Opp.
-
11 τανυ-κνήμῑς
τανυ-κνήμῑς, ῑδος, langscheuklig, Nonn. D. 13, 67.
-
12 τανυ-ηχέτα
τανυ-ηχέτα, ὁ, v. l. für ταναηχέτα.
-
13 τανυ-έθειρα
τανυ-έθειρα, ἡ (bes. poet. fem. zu τανυέϑειρος), mit langem Haare, Σεμέλα Pind. Ol. 2, 26.
-
14 τανυ-μήκης
τανυ-μήκης, ες, lang gestreckt, schlank, ἰτέαι, Thall. 3 (VI, 170).
-
15 τανυ-ήκης
τανυ-ήκης, ες, wie ταναήκης, mit langer Spitze, Schneide; τανύηκες ἄορ, Il. 16, 473 Od. 11, 231; auch ὄζοι, Il. 16, 768, weit ausgestreckt.
-
16 τανυ-ῆλιξ
τανυ-ῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, von langem, hohem Alter, Leon. Tar. 1 (V, 206).
-
17 τανύ-πρωρος
τανύ-πρωρος, mit langem Vordertheile oder Schiffsschnabel, ναῠς, Qu. Sm. 5, 348; – sich über die ganze Vorderseite ausdehnend, καλύπτρα, Hesych.
-
18 τανύ-πρεμνος
τανύ-πρεμνος, mit langem Stamme; φηγός Nonn. D. 5, 303, u. öfter; Ἴδη, Coluth. 195.
-
19 τανύ-πτερος
τανύ-πτερος, = τανυσίπτερος, τανυπτέρυξ, mit ausgebreiteten langen Flügeln, oder die Flügel ausbreitend, dah. weit, schnell fliegend; οἰωνοί, H. h. Cer. 89; αἰετός, Hes. Th. 523; Ibyc. 3; Pind. P. 5, 104.
-
20 τανύ-πτορθος
τανύ-πτορθος, mit lang ausgestreckten Aesten, Nonn. D. 14, 132.
См. также в других словарях:
τάνυμαι — Α εκτείνομαι, τεντώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στο γ εν. πρόσωπο τάνυται, έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τα τής ρίζας *ten (βλ. λ. τείνω) με ενεστωτικό έρρινο ένθημα νυ (πρβλ. δείκ νυ μι) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
ταναηχέτης — και ποιητ. τ. ταναηχέτα και δ. γρφ. τανυηχέτα, ὁ, Α αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα ηχέτης < ταναός* «υψηλός», ενώ ο τ. τανυ ηχέτα < αμάρτυρο επίθ. *τανύς (βλ. λ. τάνυ μαι και τείνω) + ἠχέτης* (< ἠχή/ἠχώ)] … Dictionary of Greek
ταναύπους — και τανύπους και τανάFπους, οδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια ή αυτός που περπατάει κάνοντας μεγάλα βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταναύ πους (αντί *ταναόπους) < ταναός* «επιμήκης» (με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό, αυ αντί αο , που… … Dictionary of Greek
Echter Streckrüssler — auf Feldweg Systematik Klasse: Insekten (Insecta) Ordnung … Deutsch Wikipedia
ευπτέρυγος — εὐπτέρυγος, ον (ΑΜ) με ωραία ή γρήγορα φτερά αρχ. (για πλοίο) ταχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτερυγος (< πτέρυξ), πρβλ. τανυ πτέρυγος] … Dictionary of Greek
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
ισόκραιρος — ἰσόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει ίσα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κραιρος (< κραῑρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ορθό κραιρος, τανύ κραιρος] … Dictionary of Greek
καλλίπρεπνος — καλλίπρεπνος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραίο κορμό. [ΕΤΥΜΟΛ. καλλίπρεπνος με αφομοίωση αντί *καλλί πρεμνος < καλλ(ι) * + πρεμνος (< πρέμνον «κορμός»), πρβλ. πολύ πρεμνος, τανύ πρεμνος] … Dictionary of Greek
λειόφλοιος — α, ο (Α λειόφλοιος, ον) αυτός που έχει ομαλό, λείο φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + φλοιος (< φλοιός), πρβλ. ρηξί φλοιος, τανύ φλοιος] … Dictionary of Greek
λεπτόσφυρος — λεπτόσφυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λεπτά σφυρά, λεπτούς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό σφυρος, τανύ σφυρος] … Dictionary of Greek