-
1 τανυ-χειλής
τανυ-χειλής, ές, mit langen Lippen, langem Schnabel, Rüssel; μέλισσαι, Qu. Sm. 3, 221; ὄρνιϑες, 5, 12.
-
2 τανυχειλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανυχειλής
-
3 τανυχειλής
τανυ-χειλής, ές, mit langen Lippen, langem Schnabel, Rüssel
См. также в других словарях:
τανυχειλής — ές, Α (για πτηνά ή για τις μέλισσες) αυτός που έχει μακρύ ράμφος ή μακρύ κεντρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + χειλής (< χείλος), πρβλ. παχυ χειλής] … Dictionary of Greek