-
1 τανυ-σκόπελος
τανυ-σκόπελος, mit sich weit erstreckendem Felsen, Nonn.
-
2 τανυσκόπελος
См. также в других словарях:
τανυσκόπελος — ον, ΜΑ αυτός που έχει υψικόρυφους σκοπέλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + σκόπελος (πρβλ. βαθυ σκόπελος)] … Dictionary of Greek