-
1 τανυ-ῆλιξ
τανυ-ῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, von langem, hohem Alter, Leon. Tar. 1 (V, 206).
-
2 τανυῆλιξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανυῆλιξ
-
3 τανυῆλιξ
τανυ-ῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, von langem, hohem Alter -
4 τανυηλιξ
(Μουσῶν ἐργάτιδες Anth.)
См. также в других словарях:
τανυήλιξ — ήλικος, ὁ, ἡ, Α ο προχωρημένης ηλικίας, πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + ήλιξ (< ἧλιξ, ικος «συνομήλικος»), πρβλ. μεσ ῆλιξ. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] … Dictionary of Greek