-
81 τανύγληνος
τανύ-γληνος, weit-, großäugig -
82 τανύγλωσσος
-
83 τανυγλώχῑν
τανυ-γλώχῑν, ῑνος, ὁ, ἡ, mit langer Spitze -
84 τανύδρομος
τανύ-δρομος, den Lauf streckend od. ausdehnend, weit laufend -
85 τανυέθειρα
τανυ-έθειρα, ἡ, mit langem Haare -
86 τανυήκης
-
87 τανυῆλιξ
τανυ-ῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ, von langem, hohem Alter -
88 τανύθριξ
τανύ-θριξ, τριχος, ὁ, ἡ, mit gestrecktem, langem Haare -
89 τανύκραιρος
-
90 τανυκρήπις
τανυ-κρήπις, ῑδος, mit langen Schuhen od. Stiefeln -
91 τανύμετρος
τανύ-μετρος, von langem Maße, lang gemessen -
92 τανυμήκης
τανυ-μήκης, ες, lang gestreckt, schlank -
93 τανύπεπλος
τανύ-πεπλος, mit od. in langem Oberkleide, Gewande; Beiwort vornehmer Frauen -
94 τανύπλεκτος
-
95 τανύπλευρος
τανύ-πλευρος, mit langen od. großen Seiten -
96 τανυπλόκαμος
-
97 τανύπους
-
98 τανύπρεμνος
-
99 τανύπρωρος
τανύ-πρωρος, mit langem Vorderteile oder Schiffsschnabel; sich über die ganze Vorderseite ausdehnend -
100 τανύπτερος
τανύ-πτερος, mit ausgebreiteten langen Flügeln, oder die Flügel ausbreitend, dah. weit, schnell fliegend
См. также в других словарях:
τάνυμαι — Α εκτείνομαι, τεντώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στο γ εν. πρόσωπο τάνυται, έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τα τής ρίζας *ten (βλ. λ. τείνω) με ενεστωτικό έρρινο ένθημα νυ (πρβλ. δείκ νυ μι) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
ταναηχέτης — και ποιητ. τ. ταναηχέτα και δ. γρφ. τανυηχέτα, ὁ, Α αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα ηχέτης < ταναός* «υψηλός», ενώ ο τ. τανυ ηχέτα < αμάρτυρο επίθ. *τανύς (βλ. λ. τάνυ μαι και τείνω) + ἠχέτης* (< ἠχή/ἠχώ)] … Dictionary of Greek
ταναύπους — και τανύπους και τανάFπους, οδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια ή αυτός που περπατάει κάνοντας μεγάλα βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ταναύ πους (αντί *ταναόπους) < ταναός* «επιμήκης» (με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό, αυ αντί αο , που… … Dictionary of Greek
Echter Streckrüssler — auf Feldweg Systematik Klasse: Insekten (Insecta) Ordnung … Deutsch Wikipedia
ευπτέρυγος — εὐπτέρυγος, ον (ΑΜ) με ωραία ή γρήγορα φτερά αρχ. (για πλοίο) ταχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτερυγος (< πτέρυξ), πρβλ. τανυ πτέρυγος] … Dictionary of Greek
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
ισόκραιρος — ἰσόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει ίσα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κραιρος (< κραῑρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ορθό κραιρος, τανύ κραιρος] … Dictionary of Greek
καλλίπρεπνος — καλλίπρεπνος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραίο κορμό. [ΕΤΥΜΟΛ. καλλίπρεπνος με αφομοίωση αντί *καλλί πρεμνος < καλλ(ι) * + πρεμνος (< πρέμνον «κορμός»), πρβλ. πολύ πρεμνος, τανύ πρεμνος] … Dictionary of Greek
λειόφλοιος — α, ο (Α λειόφλοιος, ον) αυτός που έχει ομαλό, λείο φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + φλοιος (< φλοιός), πρβλ. ρηξί φλοιος, τανύ φλοιος] … Dictionary of Greek
λεπτόσφυρος — λεπτόσφυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λεπτά σφυρά, λεπτούς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό σφυρος, τανύ σφυρος] … Dictionary of Greek