-
1 τανυ-έθειρα
τανυ-έθειρα, ἡ (bes. poet. fem. zu τανυέϑειρος), mit langem Haare, Σεμέλα Pind. Ol. 2, 26.
-
2 τανυέθειρα
τᾰνυ-έθειρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανυέθειρα
-
3 τανυέθειρα
τανυ-έθειρα, ἡ, mit langem Haare -
4 τανυεθειρα
См. также в других словарях:
τανυέθειρα — ἡ, Α αυτή που έχει μακριά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + έθειρα (< ἔθειραι «χαίτη, μαλλιά»), πρβλ. χρυσο έθειρα] … Dictionary of Greek