-
1 τανυ-πτέρυγος
τανυ-πτέρυγος, = Folgdm, Simonds. Irg. 2; Antp. Th. 19 (IX, 59).
-
2 τανυπτέρυξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανυπτέρυξ
-
3 τανυπτέρυξ
τανυ-πτέρυξ, υγος, ὁ, ἡ, u. τανυ-πτέρυγος, mit ausgebreiteten, ausgespannten od. langen Flügeln; auch weit od. schnell fliegend
См. также в других словарях:
μεγαλοπτέρυγος — μεγαλοπτέρυγος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλες πτέρυγες («ἀετὸς ὁ μέγας ὁ μεγαλοπτέρυγος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυγος, τανυ πτέρυγος] … Dictionary of Greek
ευπτέρυγος — εὐπτέρυγος, ον (ΑΜ) με ωραία ή γρήγορα φτερά αρχ. (για πλοίο) ταχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτερυγος (< πτέρυξ), πρβλ. τανυ πτέρυγος] … Dictionary of Greek
τανυπτέρυγος — και τανυσιπτέρυγος, ον, Α τανυπτέρυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. εὐ πτέρυγος. Ο τ. τανυσιπτέρυγος έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] … Dictionary of Greek